Σε παγκόσμιο επίπεδο, πάντως, πρώτο μπόι παραμένουν οι άνδρες της Ολλανδίας και οι γυναίκες της Λετονίας.
Εκατοντάδες ερευνητές σε όλο τον κόσμο συνεργάστηκαν για να καταγράψουν τις τάσεις αυξομείωσης του ανθρώπινου αναστήματος σε 187 χώρες τον τελευταίο αιώνα.
Το 1914, αναφέρει η ερευνητική ομάδα στην επιθεώρηση eLife, ο μέσος άνδρας στην Ελλάδα είχε ύψος 162,5 εκατοστά και βρισκόταν στην 88η θέση της κατάταξης. Σήμερα έχει ύψος 177,3 εκατοστά και βρίσκεται πλέον στην 35η θέση της λίστας.
Ακόμα πιο θεαματική ήταν η βελτίωση των επιδόσεων για τις Ελληνίδες. Πριν από έναν αιώνα, η μέση γυναίκα στην Ελλάδα είχε ύψος 150,6 εκατοστά και βρισκόταν στην 118η θέση. Σήμερα, έχει ψηλώσει στα 164,9 εκατοστά και απολαμβάνει πλέον την 27η θέση της παγκόσμιας κατάταξης.
Ακόμα κι έτσι, όμως, οι Έλληνες χρειάζονται σκαμνάκι για να φτάσουν τους Ολλανδούς: οι άνδρες είναι οι ψηλότεροι του κόσμου με ανάστημα 183 εκατοστά, ενώ οι γυναίκες, με ύψος 169 εκατοστά, έρχονται δεύτερες μετά τις γυναίκες της Λετονίας, που έχουν εκτιναχθεί στα 170.
Στον αντίποδα, οι κοντύτεροι άνδρες του κόσμου βρίσκονται στο Ανατολικό Τιμόρ με ύψος 160 εκατοστά, ενώ οι κοντύτερες γυναίκες είναι αυτές της Γουατεμάλας με ύψος 150 εκατοστά.
Η Γουατεμάλα είναι μια από τις χώρες στις οποίες η αύξηση του ύψους τον τελευταίο αιώνα ήταν μάλλον μικρή, όπως συμβαίνει και με άλλες αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Ινδία, το Πακιστάν και το Μπανγκλαντές.
Υπάρχουν μάλιστα χώρες της υποσαχάριας Αφρική, όπως η Ουγκάντα και η Σιέρα Λεόνε, όπου το μέσος ύψος έχει μειωθεί κατά μερικά εκατοστά.
Οι μεγαλύτερες αυξήσεις, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνουν τα 20 εκατοστά, καταγράφονται στο Ιράν, τη Νότιο Κορέα και την Ιαπωνία, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες.
Οι μεγάλες μεταβολές που καταγράφονται σε παγκόσμιο επίπεδο, επισημαίνουν οι ερευνητές, δείχνουν ότι, η διατροφή και άλλοι περιβαλλοντικοί παράγοντες παίζουν μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση του ύψους, αν και τα γονίδια είναι επίσης σημαντικά.
Επικαλούνται επίσης προηγούμενες μελέτες που έδειχναν ότι οι ψηλοί άνθρωποι ζουν κατά μέσο όρο περισσότερο και αντιμετωπίζουν μικρότερο κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Από την άλλη, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για ορισμένες μορφές καρκίνου.
πηγή:news.in.gr