Τα τσιμπήματα των σφηκών και των μελισσών, στις πλείστες των περιπτώσεων δεν είναι επικίνδυνα για τον άνθρωπο. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις, όπου τα τσιμπήματα των εν λόγω εντόμων, μπορούν να αποβούν ολέθρια, αφού είναι δυνατόν να επιφέρουν ακόμη και τον θάνατο του θύματος.
Οι μέλισσες και οι σφήκες, που ανήκουν στην κατηγορία των υμενοπτέρων, έχουν ορισμένα κοινά ανατομικά χαρακτηριστικά, ( κεφαλή, θώρακα και κοιλιά ), ένα ζεύγος κεραιών και ένα νύσσον όργανο, το κεντρί, το οποίο έχει μήκος 2.5 χιλιοστά περίπου, δια μέσου του οποίου εκχύνεται το δηλητήριο στο σημείο του τσιμπήματος.
Το δηλητήριο των σφηκών και των μελισσών: Το δηλητήριο των συγκεκριμένων εντόμων, παρότι διαφέρει σαφώς για το κάθε είδος και ως προς τα συστατικά και ως προς την ένταση των αλλεργικών αντιδράσεων, κυρίως περιέχει: αμίνες και πεπτίδια, όπως π.χ. είναι η ισταμίνη και οι ποικίλες κινίνες, οι οποίες συμμετέχουν με τις φλεγμονώδεις και αγγειοδιασταλτικές τους ιδιότητες στην τοπική αντίδραση στο σημείο του δέρματος, όπου έγινε το τσίμπημα. Στις αλλεργιογόνες πρωτεϊνες του εν λόγω δηλητηρίου, έναντι των οποίου αναπτύσσεται ένα IgE αντίσωμα στον οργανισμό του ατόμου που δέχθηκε το τσίμπημα, περιλαμβάνονται: φωσφολιπάσες, υαλορουνιδάση, όξινες φωσφατάσες και η μελιτίνη στο δηλητήριο των μελισσών..
Κλινική εικόνα: Η συνήθης συμπτωματολογία σε ένα απλό τσίμπημα σφήκας ή μέλισσας είναι: οξύς πόνος, ο οποίος διαρκεί μερικά λεπτά, καθώς επίσης και ένα γυροειδές ερύθημα, το οποίο συνοδεύεται από κνησμό. Είναι όμως δυνατόν ένα απλό τσίμπημα, σ ’ένα ευαίσθητο άτομο, να προκαλέσει ακόμη και το θάνατο. Γενικά, τα συμπτώματα, και οι διάφορες κλινικές εκδηλώσεις, που δυνατόν να παρατηρηθούν στις περισσότερες περιπτώσεις τσιμπημάτων από τα εν λόγω έντομα, μπορούν να ταξινομηθούν, ως εξής:
1) Φυσιολογική αντίδραση: Τη στιγμή κατά την οποία εμπήγνυται το κεντρί στο δέρμα γίνεται αισθητός οξύς νυγμός, ο οποίος ακολουθείται από πόνο, που διαρκεί μερικά λεπτά της ώρας. Μέσα σε λίγα λεπτά εμφανίζεται στο σημείο του τσιμπήματος ερυθρά περιοχή, η οποία περιβάλλεται βαθμιαία από λευκωπή ζώνη και ερυθρωπή άλω. Κατόπιν σχηματίζεται πομφός, ο οποίος υποχωρεί σε διάστημα ολίγων ωρών και αντικαθίσταται από ερεθισμό, κνησμό και θερμότητα. Όλα τα ίχνη του τσιμπήματος συνήθως εξαφανίζονται εντός ολίγων ωρών.
Η παραπάνω αντίδραση, που είναι η πιο συνηθισμένη, δεν προκαλεί μεγάλη ανησυχία ή αναστάτωση. Σε περίπτωση όμως, που το τσίμπημα γίνει γύρω από τα μάτια, τη μύτη ή μέσα στη στοματική κοιλότητα, η αντίδραση μπορεί να προκαλέσει σοβαρές διαταραχές, όπως π.χ. έντονες τοπικές αλλεργικές αντιδράσεις ( οίδημα λάρυγγα ή σταφυλής ) ή και πλήρη απόφραξη των αεροφόρων οδών.
2) Έντονες τοπικές αντιδράσεις: Ο αντιδράσεις αυτές δυνατόν να συνίστανται απλώς σε ασυνήθους έντασης και διάρκειας εξοίδηση ( πρήξιμο ). Η εξοίδηση οιουδήποτε βαθμού, έστω και αν έχει προσβάλει ολόκληρο το σκέλος ή μέρος του σώματος, θεωρείται τοπική αντίδραση, όταν συμβαίνει « κατά συνέχεια ιστού » στην περιοχή του τσιμπήματος και δεν έχουν προκύψει συμπτώματα σε άλλες περιοχές του σώματος του θύματος.
3) Τοξικές αντιδράσεις: Σε περιπτώσεις ενόχλησης ή απειλής μιας αποικίας σφηκών ή μελισσών είναι δυνατόν μεγάλος αριθμός των εν λόγω εντόμων να τσιμπήσει ένα μόνο άτομο, οπότε, έστω και αν δεν υπάρχει ευαισθησία, λόγω εισόδου μεγάλης ποσότητας δηλητηρίου στον οργανισμό του θύματος, μπορεί να προκληθεί συστηματική δηλητηρίαση, η οποία να το οδηγήσει ακόμη και στο θάνατο. Τα κύρια συμπτώματα είναι: γαστρεντερικά ( διάρροια, εμετοί ), τάση προς λποθυμία, καθώς και απώλεια συνειδήσεως. Τα , ως άνω, συμπτώματα δυνατόν να συνοδεύονται από οίδημα χωρίς κνίδωση, κεφαλαλγία, πυρετό, υπνηλία, ακούσιες μυϊκές συσπάσεις και μερικές φορές κλονικούς και τονικούς σπασμούς.
4) Λοίμωξη: Σε αντίθεση με τις μέλισσες, οι σφήκες τρέφονται συνήθως από πτώματα ζώων ή απορρίμματα. Ως εκ τούτου, είναι δυνατόν, μαζί με το δηλητήριό τους να μεταδώσουν στο θύμα και μικρόβια, προκαλώντας σ’ αυτό λοίμωξη. Γι’ αυτό, οι τοπικές αντιδράσεις είναι δυνατόν να επιπλακούν, εξ αιτίας της επιμόλυνσης, με κυτταρίτιδα, η οποία αναπτύσσεται μερικές ώρες ή ημέρες μετά το τσίμπημα. Η φλεγμονή, που αναπτύσσεται, είναι ιδιαίτερα σοβαρή αν εκδηλωθεί στην περιοχή του λαιμού. Στους ενοφθαλμιζόμενους στο σημείο του τσιμπήματος μικροογανισμούς περιλαμβάνονται και αναερόβια μικρόβια, τα οποία μπορούν να προκαλέσουν γάγγραινα.
5) Γενικές αλλεργικές αντιδράσεις: Τα τσιμπήματα των σφηκών ή των μελισσών, δυνατόν να προκαλέσουν ποικίλα αλλεργικά συμπτώματα σ’ ένα ευαίσθητο άτομο. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται: ξηρός βήχας, αίσθημα σύσφιξης στο λαιμό ή στο στήθος, οίδημα και κνησμός των βλεφάρων, εκτεταμένη κνίδωση, πταρμοί, οίδημα λάρυγγα, βρογχόσπασμος, αναπνευστικός συριγμός, κυάνωση, ταχυκαρδία, πτώση της αρτηριακής πίεσης, ωχρότητα ή ερυθρότητα δέρματος, αίσθημα ανησυχίας και επικειμένου θανάτου. Δυνατόν να ακολουθήσει απώλεια συνείδησης, εικόνα αναφυλακτικού shock και θάνατος. Τα παραπάνω συμπτώματα και κλινικές εκδηλώσεις συνήθως εμφανίζονται μετά πάροδο 2 - 3 λεπτών από το τσίμπημα.
Θεραπεία: α) Αντιμετώπιση των τοπικών αντιδράσεων: Άμεση αφαίρεση του κεντριού με το σάκκο του δηλητηρίου από το σημείο του τσιμπήματος. Η έγκαιρη εφαρμογή επιθεμάτων πάγου μπορεί να ελαττώσει την ένταση και τη διάρκεια της εξοίδησης. Η εφαρμογή θερμότητας πρέπει να αποφεύγεται.
Η φαρμακοθεραπεία ( χρήση αντιϊσταμινικών από του στόματος, τοπική εφαρμογή αντιϊσταμινικών αλοιφών, καθώς και αλοιφών που περιέχουν κορτικοειδή ), μπορεί να περιορίσει τα τοπικά συμπτώματα και να ελαττώσει τη χρόνια φλεγμονώδη αντίδραση. Επιμολύνσεις του τραύματος, που προκλήθηκε από το τσίμπημα ( κυτταρίτιδα ή μικροβιαιμία ), απαιτούν δραστική θεραπεία, η οποία περιλαμβάνει νοσοκομειακή περίθαλψη, χειρουργική διάνοιξη και συστηματική χρήση αντιβιοτικών. Αναλγητικά μπορεί να χρειασθούν για τον πόνο, ενώ σε περίπτωση έντονης ανησυχίας του θύματος δυνατόν να καταστεί αναγκαία η χορήγηση καταπραϋντικών από του στόματος.
β) Αντιμετώπιση των γενικευμένων αλλεργικών αντιδράσεων: Οι γενικευμένες αλλεργικές αντιδράσεις κυμαίνονται από μικρές κνιδωτκές αλλοιώσεις μέχρι γενικευμένου αγγειονευρωτικού οιδήματος ή από μία απλή λιποθυμία μέχρι την εγκατάσταση αναφυλακτικού shock. Σε περίπτωση έντονης αντίδρασης απαιτείται ιατρική βοήθεια. Για την αντιμετώπιση των έντονων συμπτωμάτων χορηγείται υποδορίως διάλυμα αδρεναλίνης 1 : 1000, σε συνήθη δόση 0,3-0,5 ml. Αν αναπτυχθεί βρογχόσπασμος, παρά τη χορήγηση της αδρεναλίνης, πρέπει να προστεθούν βρογχοδιασταλτικά. ( αμινοφυλλίνη βραδέως ενδοφλεβίως ), καθώς και οξυγονοθεραπεία. Ενδείκνυται επίσης η χορήγηση κορτικοειδών σε συνεχή στάγδην ενδοφλέβια έγχυση.
γ) ψυχολογική υποστήριξη: Ορισμένα άτομα με έντονη εντομοφοβία δυνατόν να παρουσιάσουν λιποθυμικό επεισόδιο, απότοκο ψυχικής αντίδρασης και φόρτισης εξ αιτίας του τσιμπήματος. Στην περίπτωση αυτή, η επιβολή ηρεμίας, η κατάκλιση, καθώς και η ενθάρρυνση του θύματος, αρκούν για την υποχώρηση των εν λόγω συμπτωμάτων.
* Ο Δρ Αργύρης Β. Ντόβας είναι τ. διευθυντής Β’ Παθολογικής Κλινικής Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας & Παθολογικής Κλινικής ΕΣΥ Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας