Αντίθετα με την εσωστρέφεια που διακρίνει τη χριστουγεννιάτικη εορταστική περίοδο, το Πάσχα εγκαινιάζει μια εξωστρεφή φάση ανθρώπινων δραστηριοτήτων, ακολουθώντας το «άνοιγμα» του καιρού και της φύσης. Διακαινήσιμη, δηλ. εξ ολοκλήρου καινούρια, ονομάζει η εκκλησία μας την εβδομάδα μετά τη Λαμπρή (και σε ορισμένους τόπους οι ημέρες της προσδιορίζονται από το επίθετο «νέος», π.χ. Νιότριτο). Στην ανθρώπινη ψυχολογία και βιολογία, σε συλλογικό πάντα επίπεδο, η ανανέωση αυτή φανερώνεται με πλήθος υπαίθριων εκδηλώσεων, αποκορύφωμα των οποίων παραμένει η παλλαϊκή συμμετοχή σε χορούς και πανηγύρια τόσο στις αυλές και τους περιβόλους των ναών όσο και σε φυσικούς χώρους, στην αγκαλιά του αναγεννημένου περιβάλλοντος.
Ως τέτοιο εξοχικό χοροστάσι στην Τσαριτσάνη παραμένει το πλάτωμα στον Άγιο Αθανάσιο (εξωκλήσι πλέον, μοναστήρι παλιότερα), όπου στήνεται, το πρωί της Νέας Δευτέρας, μετά την εωθινή λειτουργία, ο περίφημος «διπλός» χορός. Μολονότι ενταγμένος στο εθιμικό πλαίσιο της Νέας Εβδομάδος, η οποία επιβάλλει τον πανηγυρικό λαμπριάτικο εορτασμό όλων των εκκλησιών της κοινότητας με τη σειρά (προηγούνται οι κεντρικοί ναοί και ακολουθούν όσοι βρίσκονται στα κοινοτικά όρια), ο συγκεκριμένος χορός παρουσιάζει αρκετές ιδιαιτερότητες, οφειλόμενες, κατά κύριο λόγο, στους εν γένει φορείς και συνεχιστές του, τους εκ καταγωγής βλάχους συμπατριώτες μας.
Η Τσαριτσάνη, ως φύσει και θέσει σημαντικό κέντρο της περιοχής, ήταν αντικειμενικά πόλος έλξης αρκετών βλάχων, οι οποίοι, μαζί με τις οικονομικές τους δραστηριότητες έφεραν συνήθειες, καθημερινότητα, γλώσσα, πολιτισμό από τα μέρη τους. Ο «διπλός» χορός είναι αναμφισβήτητα ένα απ’ αυτά τα βλάχικα στοιχεία που μπολιάστηκε στην ντόπια εθιμική ζωή, κρατώντας όμως την ιδιομορφία του.
Άφησα για το τέλος τη στιχουργική εξέταση των τραγουδιών που ακούγονται στο πανηγύρι του Αϊ-Θανάση στην Τσαριτσάνη. Η Κοινότητα Τσαριτσάνης στη δεκαετία του 1980 είχε μαγνητοφωνήσει αρκετά και με τη μεγαφωνική τους αναπαραγωγή, τη μέρα της γιορτής, προσπάθησε να δώσει τη χαμένη αίγλη στο έθιμο, εγχείρημα που δεν επέτυχε, γιατί οι ενεργητικοί συνεχιστές του χορού πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, χάθηκε η αμεσότητα της ζωντανής επιτέλεσης. Εν τούτοις, η απόπειρα αυτή άφησε πίσω της κάτι πολύτιμο, τις καταγραφές τραγουδιών από φωνές που σιγά-σιγά εκλείπουν. Σημειώνω τους τίτλους των τραγουδιών από μια τέτοια μαγνητοταινία: «Σήμερα Δέσπου μ’ Πασχαλιά», «Βάγγιω μ’», «Κυρα-Αναγνώστηνα», «Στουν Αϊ-Θανάση την αυλή», «Μαρουδιά», «Λουλούδι του Μαγιού», «Πέρα στουν πέρα μαχαλά», «Τ’ αηδουνάκι μου», «Κόρη ν’ αρβανιτουκόρη», «Κάτω στους τρανούς τους κάμπους». Για ν’ ασχοληθεί κανείς και να ερευνήσει τις ποικίλες ιστορικές, κοινωνικές, αισθητικές παραμέτρους των παραπάνω τραγουδιών χρειάζεται ειδική μελέτη, απαραίτητη για την ενδελεχή θεώρηση του εθιμικού πλαισίου του χορού. Όπως καταλαβαίνουμε, για το θέμα έχουν πολλά να γραφούν ακόμη. Ευελπιστώ, πως με τον καιρό και με δεδομένη την κοινή βούληση να αναδειχθεί ολόκληρο το πολιτισμικό υπόβαθρο της Τσαριτσάνης, θα υπάρξουν ευχάριστα αποτελέσματα.
Ευ. Παπακυπαρίσσης