Η «Ε» μίλησε με τον κ. Μιχάλη Τσιανίκα και αρχικά τον ρώτησε για τον τίτλο του βιβλίου και πόθεν προέκυψε «Ο αινιγματικός τίτλος, παραπέμπει αμέσως στο πολυσυζητημένο φιλμ του Μπερτολούτσι «Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι», του 1973. Πέρα από τον τίτλο όμως, το βιβλίο δεν έχει φυσικά καμία σχέση με το ερωτικό φίλμ, εκτός και αν κρατήσουμε μόνο τη μεταφορική χρήση της λέξης «ταγκό». Για ποιο ταγκό πρόκειται λοιπόν; Εδώ τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά και με οικουμενικές διαστάσεις. Πρόκειται για το τελευταίο ταγκό στο οποίο πιάνονται δύο εντελώς διαφορετικές κοσμοθεωρίες: το αρχαίο ελληνικό μοντέλο (παγανισμός) από τη μια, και το χριστιανικό (εβραϊκό) από την άλλη, με την οριστική επικράτηση του δευτέρου».
Επειτα ζητήσαμε από τον κ. Τσιανίκα να μας μιλήσει για το βιβλίο του «Μέσα στον απέραντο ωκεανό της καβαφικής βιβλιογραφίας, η σχετική μελέτη δεν φωτίζει μόνο το «ιστορικό» έργο του Αλεξανδρινού από μια σκοπιά που δεν είχε γίνει συστηματικά ως τώρα αλλά -υποχρεωτικά και αναπόφευκτα-, προχωρεί σε μια ριζοσπαστικότερη ανάγνωση όλου του καβαφικού έργου, ιδωμένου από μια νέα οπτική γωνία, η οποία άπτεται ιστορικών, αισθητικών, ηθικών, ιδεολογικών και ποιητικών προσανατολισμών του Καβάφη: όλα αυτά που συμπαρέσυρε η ιστορική κατολίσθηση και η μετεωρική «πτώση» του ανθρώπου. Έτσι, ξεκινώντας από μια «ιστορική» αφορμή, καταδεικνύεται πώς αυτή εμπεριέχει ένα πολυδιάστατο αφήγημα, σε σημείο που θα ήταν δυνατόν να αποκαλυφθεί στα μάτια του αναγνώστη γιατί όλο το έργο του Αλεξανδρινού θα μπορούσε να διαβαστεί ωσάν ένα μεγάλο «ραψωδιακό» ποίημα». Μιλήσατε για το πολυδιάστατο αφήγημα του μεγάλου αλεξανδρινού, αν μιλούσαμε για το δικό σας αφήγημα, το αφήγημα του βιβλίου ποιο θα ήταν αυτό, ζητήσαμε από τον Μιχάλη Τσιανίκα να μας πει, που με τη σειρά του τόνισε ότι «Το βιβλίο διαπραγματεύεται την υπαρξιακή αγωνία της Ελευθερίας και οδηγεί εκεί που δίνονται οι κορυφαίες μάχες της ανθρώπινης συνείδησης: από την πιο απλή και άμεση καθημερινότητα ως τις πιο αφηρημένες παρυφές κάθε δυνατής ή υποθετικής ιδέας του απόλυτου. Και τα δύο -καθημερινότητα και απόλυτο-, συμπράττουν στο βάθος: ασυνείδητα στην πρώτη περίπτωση, πιο συνειδητά στη δεύτερη, είτε είσαι μαχητής του Μεσολογγίου, είτε φιλοσοφικός σύντροφος του Ηράκλειτου. Στην περίπτωση του Καβάφη συμβαίνουν και τα δύο. Θα μπορούσα λοιπόν να ισχυριστώ ότι δύο υπήρξαν οι σπουδαιότερες κορυφαίες ώρες του νεότερου ελληνικού λόγου στο θέμα που αφορά στην Ελευθερία: εκείνη του Σολωμού και η άλλη του Καβάφη.
Για να αναδείξω τη δεύτερη αποφάσισα να καταφύγω σε τούτο το εγχείρημα, όπου συστηματικά και, κύμα το κύμα, «σκάει» μπροστά στα πόδια μου η ομηρική μαγεία της καβαφικής μούσας: ιστορικά, ιδεολογικά, αισθητικά, φιλοσοφικά και φιλολογικά, κυρίως μέσα από την ενέργεια που ελευθερώνει η ύλη της ίδιας της καβαφικής γλώσσας. Το βιβλίο «διπλώνει» στα δυο: ως ένα ρέκβιεμ της αποκαθήλωσης του ελληνικού Λόγου (μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού) και ως την αναστήλωσή του, μέσα από τη μαγματική έκρηξη των καβαφικών «φθόγγων» και ιαμβικούς αναπαλμούς του «ερωτικού» του σώματος. Από την άποψη αυτή μπορώ λοιπόν να ισχυριστώ ότι το βιβλίο είναι πρωτότυπο, και βαθιά «πολιτικό». Αναδεικνύει έναν άλλο, άγνωστο Καβάφη, καθώς ανατρέπεται συστηματικά το επικρατούν αφήγημα περί αυτού μέχρι σήμερα, ανασκευάζονται με πάθος κυρίαρχες προσεγγίσεις του έργου του (εκφρασμένες από κριτική ολιγωρία, «φιλολογική» δεοντολογία ή διά τον φόβο των Γαλιλαίων).
Είναι πράγματι απογοητευτικό να ομολογήσει κάποιος: μετά από δεκαετίες του κριτικού και θεωρητικού στοχασμού στην ομηρική αμάχη του καβαφικού λόγου, η νεοελληνική κριτική μπόρεσε να καταγράψει με περισσή σπουδή τον ανελέητο κουρνιαχτό της, αλλά τραγικά της διέφυγαν τα στίλβοντα άλογα του Αχιλλέα».
* Ο συγγραφέας Μιχάλης Τσιανίκας γεννήθηκε στη Σελίτσανη (Ανατολή), Λαρίσης. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία. Για τριάντα χρόνια υπήρξε καθηγητής ελληνικών σπουδών στο πανεπιστήμιο Φλίντερς, Νοτίου Αυστραλίας. Έχει δημοσιεύσει βιβλία και άρθρα για τη νεοελληνική κυρίως λογοτεχνία.