Όπως αναφέρει ο συγγραφέας «το βιβλίο είναι στην κυριολεξία η μνήμη των συγχωριανών μου. Λίγα πράγματα βασίζονται στη δική μου μνήμη. Από τα πακτωμένα πηγάδια των συνομιλητών μου, βγήκαν οι αναμνήσεις, οι εμπειρίες και τα βιώματα της πιο διακεκαυμένης περιόδου της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας.
«Τη μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονάει» μας λέει ο σοφός Γιώργος Σεφέρης. Ο πόνος επομένως διατρέχει το πρώτο μέρος του βιβλίου. Η Ανατολή έχασε 128 παιδιά την περίοδο 1940-1950. Χάθηκε το 10% των κατοίκων της περιόδου εκείνης. Συχνά άκουγα τους παππούδες να μονολογούν. «Χάθηκαν τα καλλίτερα παιδιά». Με την έκδοση του βιβλίου μου δεν φιλοδοξώ να γίνω ιστορικός. Τους ανθρώπους που έζησαν αυτά τα γεγονότα περιγράφω. Τον ψυχικό τους κόσμο προσπαθώ να καταλάβω. Στον πόνο που βγαίνει από την καρδιά τους αναφέρομαι. Η ατμόσφαιρα αυτή που από μικρό παιδί με περιβάλλει, αυτή με έχει προσδιορίσει. Θέλω να πω δηλαδή πως δεν με ενδιαφέρει το χρονικό μας εποχής. Οι άνθρωποι με ενδιαφέρουν.
Για αυτόν τον λόγο στο βιβλίο, κυριαρχούν οι συγκλονιστικές μορφές των πονεμένων γυναικών. Μητέρων, συζύγων, αδελφών.
Στην ελληνική παράδοση που αφορά τις πυρίκαυστες περιοχές από πολέμους και εμφύλιες τραγωδίες, η γυναικεία παρουσία θρηνεί και οδύρεται. Είναι γνωστός ο τριπλός θρήνος της Εκάβης, της Ανδρομάχης και της Ελένης στην τραγωδία του Ευριπίδη Τρωάδες.
Στην Οδύσσεια, ραψωδία Ω, οι μούσες θρηνούν τον Αχιλλέα. Όταν η Νιόβη αντίκρισε τα παιδιά της νεκρά, μεταμορφώνεται σε πέτρα στο όρος Σίπυλο, για να θρηνεί αιωνίως. Στη θρησκευτική μας παράδοση ο θρήνος της Παναγίας κυριαρχεί στο αποκορύφωμα του δράματος της Σταύρωσης.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η περιγραφή της ζωής και της προσφοράς διακεκριμένων ανθρώπων που γεννήθηκαν στην Ανατολή, ισορροπεί κάπως την οδύνη του πρώτου μέρους».