Σε ανάλογο πνεύμα, συμμετείχε (μαζί με τους Γ. Βαλαβανίδη, Κ. Δίγκα, Κ. Κατζουράκη και Γ. Ψυχοπαίδη) στην ίδρυση και τις εκθέσεις της ομάδας «Νέοι Έλληνες Ρεαλιστές» (1971-1973), η οποία παρουσίασε (στην Ελλάδα) έργα με κριτικό περιεχόμενο, κατά την περίοδο της δικτατορίας. Η συμμετοχή σε συλλογικές δραστηριότητες είχε ξεκινήσει πριν από τη δικτατορία, όταν ήταν μέλος της «Ομάδας Τέχνης Α» και συνεργαζόταν με την Επιθεώρηση Τέχνης. Συνεργάστηκε, επίσης, με το Ελεύθερο Θέατρο (1973), το «Κέντρο Εικαστικών Τεχνών» (1974-1976) και, αργότερα, έγινε μέλος της «Ομάδας για την Επικοινωνία και την Εκπαίδευση στην Τέχνη» και του «Κέντρου Χαρακτικής». Η ρεαλιστική περίοδος της ζωγραφικής του, πέρα από το προφανές ιδεολογικό υπόβαθρό της, ήταν και μία περίοδος έρευνας στο πεδίο της σχεδιαστικής και χρωματικής συγκρότησης της ανθρώπινης μορφής μέσα στον εικαστικό χώρο. Σε αυτόν τον τομέα θα επικεντρωθεί το ενδιαφέρον του τα επόμενα χρόνια. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1970, καθώς η πολιτική δραστηριότητά του ατονεί, οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις του διευρύνονται. Η απόδοση του χώρου σε δυναμική αλληλεξάρτηση με την ανθρώπινη παρουσία αναδεικνύει τη βιωματική διάσταση της ζωγραφικής του και επιτρέπει τη συγκινησιακή φόρτιση των μορφών και τη βαθμιαία κυριαρχία των αυτοβιογραφικών στοιχείων. Το έργο του παρουσιάζεται σε συνεχόμενες θεματικές ενότητες, με κύρια χαρακτηριστικά τις υπαρξιακές αναφορές, την εξαντλητική επεξεργασία της μορφής και τη σωματικότητα του ζωγραφικού υλικού. Συχνά η ζωγραφική του συνυπάρχει με γλυπτά έργα. Το 1989 εξελέγη καθηγητής στην ΑΣΚΤ, όπου διετέλεσε πρύτανης (2001-2005) και δίδαξε έως το 2008. Εκανε περισσότερες από 50 ατομικές και πολλές δεκάδες ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Συμμετείχε στην Μπιενάλε του Sao Paulo (1969) και στην Μπιενάλε Χαρακτικής (Χαϊδελβέργη, 1988). Αναδρομικές εκθέσεις του παρουσιάστηκαν στη Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου (1986), στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο (Θεσσαλονίκη, 1991), στην Πινακοθήκη Κυκλάδων (Ερμούπολη, 2008) και στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (Αθήνα, 2010). Το σημαντικό του έργο «Προσωπική Νέκυια», ένα εικαστικό δοκίμιο πάνω στη μνήμη, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Μουσείο Μπενάκη (2002) και στη συνέχεια στην Πύλη Αμμοχώστου (2003), στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (2003), στην Πινακοθήκη Κυκλάδων (αναδρομική, Ερμούπολη, Σύρος, 2008), στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (2010), στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας (2011) και στον χώρο 16 Φωκίωνος Νέγρη (2014). Ανήκει στη Συλλογή Λάρυς και Σωτήρη Φέλιου. Ο Χρόνης Μπότσογλου εικονογράφησε ποιητικές συλλογές και συνεργάστηκε με λογοτέχνες και θεωρητικούς, δημοσιεύοντας τακτικά κείμενά του. Έχει εκδώσει τρία βιβλία και ένα λεύκωμα με έργα φτιαγμένα σε υπολογιστή (2007). Το 2009 εκδόθηκε μονογραφία για το έργο του.