Καλείται, λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος να ισορροπήσει το βαθύ του είναι και την ορμητική του ζέση με την απρόσωπη προσωπίδα της σύγχρονης αναγκαιότητας. Χώρια τα προαναφερθέντα προσόντα και σπουδές που επίσης καλείται να τα εξισορροπήσει με την καπιταλιστική νοοτροπία του εκάστοτε εργοδότη. Και δίνει όλο και περισσότερο το είναι του και φορτώνεται το γόμο της πολλαπλής ευθύνης: Του πτυχιούχου, που σέβεται το πτυχίο του, των αξιών και κομπλεξισμών, με τις οποίες αφθόνως γαλουχήθηκε αλλά και αυτής της ευθύνης προς τον εαυτό του. Κι ο τελευταίος στενάζει σιωπηλά, ιδρώνει καλυμμένος στο οικονομικό του αποσμητικό ανεβοκατεβαίνοντας σκάλες και σκαλωσιές γραφείου, επιβίωσης, κοινωνικών προτύπων και ελλοχεύουσας κοινωνικής κατακραυγής- η οποία περιμένει άγρυπνα τον καθένα μας, μη γελιέστε.
Και ο παντέρμος ο Παντοδύναμος τι να πρωτοπρολάβει για όλους τους αστούς εξ επαρχίας με προσόντα και ήθος; Κάνει κι Εκείνος υπομονή μαζί τους και τους κάνει συντροφιά στο παγκάκι της αστικής εξορίας. Μάρτυς μας ο Θεός, που κι ο ίδιος εξ επαρχίας ορμώμενος εστί και με περγαμηνάς και διαγωγή αδαμάντινη. Περιμένει κι Αυτός μαζί με μας να του φερθούμε ανθρώπινα όπως και στον ήρωα του συγκεκριμένου σεναρίου.
Πολλοί ίσως τον χαρακτηρίσουν αντιήρωα του σήμερα. Εγώ τολμώ να τον αποκαλέσω ήρωα της άνοστης πραγματικότητας που όλοι οι πτυχιούχοι εξ επαρχίας γευόμαστε. Χρυσοβαλάντης το όνομά του, χρυσός και βαλάντιον που αποτελούν σύνθετο ‘επιθετόνομα’ οξύμωρο για τα σύγχρονα δεδομένα …και μάρτυς μου ο Θεός αν λέω υπερβολές. Διότι αν ο ‘Χρυσοβαλάντης’ είναι αντιήρωας, τότε αντιήρωας καταντάει και η μουσκεμένη σε αγώνα και αγωνίες προσωπική βιωτή του καθενός από μας.
Προδομένος από οικογένεια, φίλους και εργοδότη. Μια προδοσία λίγο λιγότερη από τριάκοντα αργύρια… Κι αν τριγύρω υποβόσκει η ‘αρχοντοχωριάτικη’ παρακμή, εκείνος (ο Χρυσοβαλάντης) κι Εκείνος (ο Θεός που μαρτυρά μαζί του) παλεύουν με την παρρησία του σύγχρονου σαλού και όχι μόνο ανεμόμυλους πολεμάνε(πολεμάΜΕ) αλλά και χαλάνε την ωχαδερφική σήψη και χτίζουνε ως νέοι ‘Παλαμάδες’ κοινωνίες ιδρωμένες μεν αλλά σκεπτόμενες… Επιτέλους.
Αυτά τα ολίγα από την ταπεινή μου πένα και ‘αντίληψη’.
Βασιλική Αστ. Μάνδαλου,
φιλόλογος- κριτικός Λογοτεχνίας