Μετά τη συνεργασία σας στην Ακτή Πειραιώς ακολούθησαν συναυλίες. Αναμένονται και άλλες συνεργασίες;
Γ.Ν. Με τον Λαυρέντη, όπως γνωρίζετε, γνωριζόμαστε πολλά χρόνια, από τον καιρό των Τερμιτών και της «Σκόνης». Έχουμε μια φιλία πολύ δυνατή και αγάπη από τότε. Στη σκηνή βρεθήκαμε παραδόξως, παρότι το σχεδιάζαμε πολύ καιρό, αρκετά πρόσφατα και οι κοινές μας συναυλίες πέρσι και φέτος μας απέδειξαν ότι το κοινό, διαφορετικών ηλικιών μάλιστα, εκτιμάει και εμπιστεύεται αυτή τη σχέση που δημιουργήθηκε μέσα από τα τραγούδια του Λαυρέντη που τραγούδησα όλα αυτά τα χρόνια. Είναι, λοιπόν, μια ζωντανή σχέση και ασφαλώς είναι αναμενόμενο να βρισκόμαστε στη σκηνή πολύ περισσότερο, εάν προκύψουν και καινούργια τραγούδια.
Λ.Μ Φέτος, οι συναυλίες μας χωρίστηκαν σε τρία μέρη: σε κάποιες με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, σε κάποιες προσωπικές με τη Μιρέλα Πάχου και οι περισσότερες με τον Γιώργο Νταλάρα η περιοδεία της οποίας ξεκίνησε πέρυσι και θα ολοκληρωθεί φέτος με τις υπόλοιπες πόλεις. Η συνεργασία μας με τον Γιώργο επί σκηνής ήταν επιθυμία και των δύο από όταν κυκλοφόρησε το «Διδυμότειχο Blues».
Τι εισπράττετε από τον κόσμο στις συναυλίες σας; Πώς είναι το κοινό; Βλέπετε αλλαγές με τα χρόνια;
Γ.Ν. Αγάπη, εμπιστοσύνη και σεβασμό. Και αυτό είναι ανεκτίμητο. Το κοινό αλλάζει βέβαια με τα χρόνια, αλλάζει δηλαδή ίσως η έκφρασή του, αλλά αυτό που διαπιστώνω 50 σχεδόν χρόνια τώρα, είναι ότι ανεξάρτητα από τη μόδα της κάθε περιόδου και τις τάσεις, η βαθιά σχέση του κόσμου με το καλό τραγούδι παραμένει και είναι αναλλοίωτη. Επίσης ανεξάρτητα από ό,τι παίζουν τα ραδιόφωνα και ό,τι προβάλλεται, τα καλά τραγούδια μένουν και περνούν με ένα μαγικό τρόπο από γενιά σε γενιά.
Λ.Μ. Εισπράττουμε μία αλλαγή στην ανεκτικότητα του κοινού και είναι απόλυτα φυσιολογική. Ο κόσμος δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να πηγαίνει παντού. Επιλέγει, εάν λοιπόν είσαι εσύ ο εκλεκτός του δεν πρέπει και δεν μπορεί να τον απογοητεύσεις με τίποτα.
Γράφονται σήμερα τραγούδια για τη μετανάστευση; Για την κοινωνική κατάσταση; Αποτελεί πηγή έμπνευσης η οικονομική κατάσταση της χώρας;
Γ.Ν. Και βέβαια γράφονται. Απλώς δε γίνονται ίσως της μόδας, γιατί δεν πολυπροτιμούνται από τα ραδιόφωνα. Υπάρχει ένας από τους τελευταίους δίσκους του Γιάννη Μαρκόπουλου, το «Εντεύθεν», ο οποίος έχει πολύ ωραία τραγούδια με κοινωνικό πρόσημο. Και ο Λαυρέντης επίσης γράφει τέτοια τραγούδια και ο Σταύρος Ξαρχάκος, αλλά και νέα παιδιά, για να αναφέρω ένα που μου έρχεται στο μυαλό είναι το «Κάτι Ελλάδες» του Νίκου Μερτζάνου και του Νίκου Μωραΐτη, που τραγουδάει η Δάφνη Λέμπερου. Είναι ένα τραγούδι που έχω ξεχωρίσει και με έχει συγκινήσει πολύ.
Λ.Μ Ασφαλώς, αλλά «ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω».
Οι προσφυγικές ροές, πιστεύετε ότι δημιουργούν νέες μουσικές στη χώρα μας; Θα γεννηθούν νέοι ήχοι;
Γ.Ν. Αυτό είναι νόμος στην προσφυγιά και στη μετανάστευση. Μέσα από τον πόνο και τις τραγωδίες, οι άνθρωποι που αναζητούν νέα πατρίδα μεταφέρουν την παράδοσή τους και την κουλτούρα τους, την ενώνουν με τα ακούσματα του νέου τους τόπου. Ήδη όπως ξέρετε στην Ελλάδα, εδώ και πολλά χρόνια, έχουμε καλούς μουσικούς από άλλους τόπους που συνυπάρχουν αρμονικά με τους δικούς μας. Σας θυμίζω το δίσκο του Ντάσσο Κούρτι «Έρημα χωριά» που ηχογραφήσαμε πριν μερικά χρόνια.
Λ.Μ. Η επικοινωνία είναι τόσο γρήγορη και παγκοσμιοποιημένη στη μουσική (αλλά και στις υπόλοιπες τέχνες) που έχει φθάσει από άκρη σε άκρη πριν καν τις προσφυγικές ροές.
Υπήρξαν τραγούδια που δεν θα θέλατε να έχετε πει;
Γ.Ν. Πάρα πολύ λίγα. Ήμουν τυχερός και τα κατάφερα από πολύ νωρίς να επιλέγω το ρεπερτόριό μου. Έχω κάνει ελάχιστες παραχωρήσεις όταν ήμουν πολύ μικρός, όταν ξεκίνησα. Αλλά είχα την τύχη σχεδόν αμέσως, μετά από 1-2 χρόνια, δεν ήμουν καν 20 χρονών, να συναντήσω τον Σταύρο Κουγιουμτζή και να τραγουδήσω τα τραγούδια του. Και μετά τον Μάνο Λοΐζο και τον Απόστολο Καλδάρα και από τότε άλλαξε η ζωή μου.
Λ.Μ. Υπήρξαν τραγούδια που δεν θα ήθελα να είχα πει. Πιθανώς να ήθελα να μην είχα γράψει κιόλας. Το έκανα όμως… Δεν αλλάζει αυτό. Σε γενικές γραμμές, μάλλον καλά τα έχω με τον εαυτό μου.
Τι σχέση έχετε με τα κοινωνικά δίκτυα; Μπαίνετε στο facebook ή στο youtube;
Γ.Ν. Τα βασικά. Τα χρησιμοποιώ μόνο για ενημέρωση και πληροφόρηση. Δεν είμαι καθόλου εξαρτημένος.
Λ.Μ. Ό,τι υπάρχει σχετικά με εμένα στα social media αποτελεί μια αναγκαιότητα. Ό,τι έχει να κάνει με τις ειδήσεις σχετικά με τη δουλειά μου και πρέπει να επικοινωνώ, αυτό και κάνω. Από εκεί και πέρα δεν τα χειρίζομαι εγώ! Υπάρχει ομάδα διαχείρισης από τους συνεργάτες μου. Γιατί αλλιώς θα έπρεπε να απαντώ σε δεκάδες μηνύματα την ημέρα, όπου θα έπρεπε να λέω ψέματα και να κάνω τον βουλευτή «Καλοχαιρέτα» που σε όλους έταζε λέγοντας: «Ετελείωσε!».
Το γεγονός ότι ο Έλληνας έχει να πει έναν κακό λόγο ακόμα και για τον διπλανό του μας οδήγησε εδώ που φτάσαμε σήμερα;
Γ.Ν. Ο κακός λόγος μπορεί να είναι και κάτι γραφικό στο επίπεδο του κουτσομπολιού. Το χειρότερο είναι η διχόνοια σε μια εποχή κρίσιμη για την Ελλάδα και την Ευρώπη και μπορεί να οδηγήσει σε απρόσμενα δεινά.
Λ.Μ. Δεν αφορά μόνο στους Έλληνες. Αφορά όλους τους Νότιους Μεσογειακούς λαούς λόγω καιρικών συνθηκών, κάθονται στη λιακάδα κουτσομπολεύοντας ο ένας τον άλλον χαιρέκακα.
Τι ομάδα είστε; Πάτε στο γήπεδο;
Γ.Ν. Μου αρέσει πολύ το ποδόσφαιρο, αλλά δεν πάω στο γήπεδο. Γενικά δεν είμαι οπαδός. Μου αρέσει επίσης και ο κλασικός αθλητισμός.
Λ.Μ. Ένας πονεμένος, ταλαιπωρημένος Παναθηναϊκός. Τα υπόλοιπα βάλτε τα με το μυαλό σας…
*Οι δύο καλλιτέχνες θα εμφανιστούν στο Κηποθέατρο Αλκαζάρ μεθαύριο Τρίτη στις 9:30 το βράδυ. Μαζί τους θα είναι η πολυτάλαντη Μιρέλα Πάχου στο τραγούδι και στο ακορντεόν και ο Ιταλός δεξιοτέχνης της κιθάρας Steve Tesser.
Συνέντευξη στη Ζωή Παρμάκη