Συκιά που σε τρώνε τα κοράκια και κάθε πουλί ερημικό που με τους συκοφάγους κάνει συντροφιά, που απίθανα μυρμήγκια σε απομυζούν και εκλεκτικές μύγες;
Και τι αγάπησα περισσότερο από σένα που φύτρωσες από ένα σπόρο που τον κουτσούλησε πουλί άγνωστο των βουνών, ή ένας τσομπάνος σ' έχεσε σε απόκρυφη γωνιά, στο φρύδι βράχων πό 'χουν τυφλό βλέμμα, ώ συκιά, αγριοσυκιά πού βρίσκεις χυμούς για να φκιάσεις τέτοιον καρπό; Τι ονειρεύεσαι καθώς μεγαλώνεις, ποια οράματα παίρνουν σάρκα και οστά, στα πολυδαίδαλα κλαδιά, πόσο ήλιο τραβάς μ' αυτό το φύλλο σου και γεμίζεις γάλα, και από το γάλα αυτό το πικρό, φκιάνεις τον απίθανο καρπό, που τύφλα να 'χουν οι μέλισσες και τα χωράφια όλων των τεύτλων που φκιάνουν ζάχαρη; Πρέπει να 'σαι μάγισσα συκιά το πνεύμα σου τη νύχτα πρέπει να έρχεται σε επικοινωνία μ' όλα τα στοιχειά, και το φεγγάρι πρέπει να παίζει βασικό ρόλο στη βιοχημεία σου.
Μήπως αρμέγεις οργονοενέργεια κατ' ευθείαν από το βυζί του θεού; Μήπως ο διάβολος σου φέρνει κολασμένες ψυχές, που φτύνουν την αμαρτία τους την ολόγλυκη, στη ρίζα σου, κάθε ψυχοσάββατο: Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο γλυκό από την αμαρτία, όλοι οι κολασμένοι το ξέρουν αυτό, αλλιώς δεν θα αψηφούσαν ποτέ την κόλαση.
Ω συκιά, άγρια συκιά, σ' αγαπώ, παρόλο που είσαι γεννημένη από σκατά, συκιά, γοητευτική, άβυσσο της γεύσης, όνειρο φυτικό που ανοίγεις κάθε πόρτα σα να είναι όλα δικά σου σ' αυτό τον κόσμο, μα ποιανού είναι αλήθεια, αν δεν είναι όλα δικά σου, ω υπερφυσική, που έχεις στη ρίζα σου ένα αόρατο μοτέρ και τραβάς την ηδονή κι από το βράχο ακόμα, λες και ο βράχος έχει φλέβα, έχει καρδιά, έχει ζωή, κι από την ηδονή αυτή μας δίνει σύκο; Μήπως η αιτία της αποσάθρωσης του γρανίτη είσαι σύ; όπου υπάρχεις εσύ, ο βράχος γίνεται σιγά σιγά χώμα.
Η άγρια συκιά έχει τα πιο γλυκά, τα πιο πηχτά σε γεύση σύκα.
Στ. Ντόμαλης