Ιδιαίτερη αίσθηση έχουν προκαλέσει οι δύο μεγάλων διαστάσεων ρωσικές εικόνες που ανήκουν στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αχιλλίου, χρονολογούνται από το 1801 και για πρώτη φορά εκτίθενται στο κοινό. Πρόκειται για την Κοίμηση της Θεοτόκου και τον έφιππο Άγιο Γεώργιο, που εντυπωσιάζουν με τις λεπτομέρειες και τα χρώματα τους, αλλά και με την ιστορία που τις συνοδεύει. Η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων κ. Σταυρούλα Σδρόλια περιγράφει στην «Ε» το ταξίδι τους από τη Ρωσία μέχρι τη Λάρισα, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις σχέσεις που είχε η Ρωσία με τη Θεσσαλία από αρχαιοτάτων χρόνων. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δύο αυτές εικόνες δεν είναι οι μοναδικές. Υπάρχουν ακόμη δύο που διασώζονται από το σύνολο των 11 που είχε στην κατοχή του ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Αχιλλίου, αλλά δυστυχώς δεν σώθηκαν. Η Μητρόπολη έδωσε και τις τέσσερις εικόνες στο Διαχρονικό Μουσείο για να συντηρηθούν και να εκτεθούν προσωρινά. Οι δύο ήδη εκτίθενται και θα ακολουθήσουν, οι εικόνες της Γέννησης της Θεοτόκου και των Αγίων Αναργύρων.
Οι εικόνες αυτές, όπως εξηγεί η κ. Σδρόλια, παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό της πόλης μετά την καταστροφή του ναού από τον σεισμό του 1941. Ανήκουν σε αρχικό σύνολο 11 εικόνων του 1801, οι οποίες υπέφεραν πολλά λόγω των ταραγμένων ιστορικών συνθηκών και σήμερα σώζονται τέσσερις. Κατά τη διάρκεια των εργασιών συντήρησης, ήδη έγινε η ταυτοποίηση του καλλιτέχνη ενώ η μελέτη τους που είναι ήδη σε εξέλιξη, όπως εκτιμά η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων θα προσφέρει πολλά στοιχεία για την ιστορική και καλλιτεχνική τους αξία.
Για την ιστορία που τις συνοδεύει σημειώνει: «Οι ρωσικές εικόνες του ναού του Αγίου Αχιλλίου αντιπροσωπεύουν μια ευτυχισμένη στιγμή των ελληνορωσικών σχέσεων, όσον αφορά στην πόλη της Λάρισας. Οι σχέσεις αυτές υπήρξαν στενές σε όλη την περίοδο της οθωμανικής κατοχής, όταν η Ρωσία ήταν η μοναδική μεγάλη ορθόδοξη αυτοκρατορία, στην οποία μπορούσε να ελπίζει για στήριξη ο ελληνικός πληθυσμός.
Μια από τις σημαντικότερες θεσσαλικές προσωπικότητες που πρωταγωνίστησαν στη σύσφιξη αυτών των σχέσεων υπήρξε ο Αρσένιος, αρχιεπίσκοπος Ελασσόνας του 16ου αιώνα και κατόπιν του ναού Αρχαγγέλων της Μόσχας, ο οποίος συμμετείχε στην ίδρυση του Ρωσικού Πατριαρχείου το 1589, την εποχή του τσάρου Θεοδώρου. Ο τελευταίος αναφέρεται στην επιγραφή του ναού της Πορτής το 1594, ως ένδειξη των προσδοκιών του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής, όπου λίγα χρόνια αργότερα θα έσβηνε άδοξα το κίνημα του Διονυσίου Φιλοσόφου. Για πολλούς αιώνες η διαδρομή από τη Θεσσαλία προς τη Ρωσία παρέμεινε ανοιχτή για ιερωμένους, εμπόρους και διανοούμενους, περνώντας συχνά μέσω Κωνσταντινούπολης λόγω των διασυνδέσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Δωρεές εικόνων του Αρσενίου και άλλων επωνύμων υπάρχουν σε πολλά μοναστήρια της Θεσσαλίας, ενώ συχνές ήταν οι πορείες των μοναχών προς τη Μόσχα, οι γνωστές ζητείες, στις οποίες πρόθυμα ανταποκρίνονταν οι ρωσικές αρχές.
Αργότερα, τον 18ο αιώνα οι ελληνορωσικές σχέσεις περνούν στην πλέον ενδιαφέρουσα φάση τους, με τα Ορλωφικά και την επακόλουθη συνθήκη του Κιουτσούκ Καιναρτζή (1779), κατά την οποία η Ρωσία εγγυάται τη θρησκευτική ελευθερία των υποδούλων και την ελεύθερη διακίνηση στο θαλάσσιο εμπόριο, γεγονός που ώθησε σε ανάπτυξη την ελληνική ναυτιλία. Με την εποχή αυτή συνδέεται η έλευση των εικόνων του 1801 στη Λάρισα, μέσα σε ιδιαίτερα δραματικές συνθήκες. Στη διάρκεια της εξέγερσης των Ορλωφικών, το 1769, οι Τούρκοι κατέστρεψαν τον ναό του Αγίου Αχιλλίου και οι πιστοί παρέμειναν για 26 χρόνια χωρίς εκκλησία. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις έφθασε η πολυπόθητη άδεια, ο ναός ανεγέρθη σε διάστημα μόλις 36 ημερών, για να λειτουργηθούν οι πιστοί το Πάσχα του 1794. Ακολούθησε το έργο της διακόσμησής του με ξυλόγλυπτο τέμπλο και εικόνες, που ολοκληρώθηκε το 1801. Τότε έφθασαν από τη Μόσχα στη Λάρισα οι 11 ρωσικές εικόνες, έργα του ζωγράφου Dimitri Smirnov, σύμφωνα με την επιγραφή στην εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου».
Αναφορικά με τις συνθήκες έλευσής τους, αναφέρει ότι, παραμένουν άγνωστες αλλά συνδέονται με τον γνωστό «φιλογενή και ευπαίδευτο» μητροπολίτη Λαρίσης Διονύσιο Καλλιάρχη, γόνο γνωστής οικογενείας της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος είχε σχέσεις με τη Μόσχα μέσω του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο τραγικός αυτός ιεράρχης, που αργότερα απαγχονίσθηκε, υμνήθηκε με ειδικά επιγράμματα από τους συγχρόνους του, μέσα στον ναό του Αγίου Αχιλλίου. Την εποχή εκείνη κορυφώνεται η προσπάθεια παρέμβασης της Ρωσίας στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο, φαινόμενο που αποτυπώθηκε στην τέχνη με τη μαζική αποστολή ρωσικών εικόνων και λατρευτικών σκευών στα ορθόδοξα προσκυνήματα, κάτι που διαρκεί όλο τον 19ο αιώνα. Έτσι, οι εικόνες της Λάρισας αποτελούν αληθινό σύμβολο της προσέγγισης των δύο πολιτισμών την εποχή εκείνη, αφού αντικατοπτρίζουν όλες τις προσδοκίες των Ελλήνων για βοήθεια από τους Ρώσους αλλά και των Ρώσων για έλεγχο εδαφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Όσον αφορά τη συντήρηση τους, έγινε στο Διαχρονικό Μουσείο από συνεργείο συντηρητών με υπεύθυνη την κ. Βασιλική Τούλη. Παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά, ως έργα του ιδίου ζωγράφου και φέρουν έκδηλη τη δυτική τεχνοτροπία και την τεχνική της εποχής, στοιχείο που τους προδίδει μεγάλη πολυτέλεια, ενώ η εικονογραφία δεν διαφέρει από τη βυζαντινή.
Οι φθορές και τα ίχνη τροποποίησης στο πλαίσιο δείχνουν τις περιπέτειες που υπέστησαν, αφού επανατοποθετήθηκαν στο νέο ναό του 1900, που στη συνέχεια ερειπώθηκε από τον σεισμό του 1941.
Καταλήγοντας, η κ. Σδρόλια τονίζει: «Η προστασία και η ανάδειξη των αξιόλογων αυτών κειμηλίων, όπως ευχόταν σε πρόσφατο δημοσίευμα ο κ. Νίκος Παπαθεοδώρου, θα θυμίζει τις περιπέτειες του ιστορικού μητροπολιτικού ναού της Λάρισας αλλά και τους κοινούς πολιτιστικούς δεσμούς Ελλάδας-Ρωσίας, που τονίσθηκαν από πολλούς φορείς στο πλαίσιο του αφιερωματικού έτους 2016. Η έκθεσή τους συνδέθηκε με το σημαντικό γεγονός της δικτύωσης των τριών μουσείων της Λάρισας –Διαχρονικού, Λαογραφικού και Δημοτικής Πινακοθήκης, σε μια προσπάθεια να δημιουργηθούν Γέφυρες Τέχνης, μεταξύ Ελλάδας-Ρωσίας».