Κυριαρχία της γραφειοκρατίας, σοβαρές επιπτώσεις από την αστάθεια του φορολογικού συστήματος αλλά και έλλειψη πρόσβασης σε χρηματοδότηση (πχ προγράμματα και κοινοτικούς πόρους) «καταγγέλλουν» οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες σε ακόμη μία έρευνα –αυτή τη φορά των ΕΟΜΜΕΧ-Εθνικού Παρατηρητηρίου, που δόθηκε στη δημοσιότητα χθες. Εξαιρετικά ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία (βεβαίως του 2007) για τον «χαρακτήρα» των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπως η μεγάλη εσωστρέφεια και η έντονη δυσπιστία για ανάπτυξη συνεργασιών –μάλιστα, όσο πιο μικρή είναι η επιχείρηση, τόσο πιο μεγάλη είναι η δυσπιστία, ενώ έντονα αντιφατικοί είναι οι δείκτες για την καινοτομία.
Σύμφωνα με τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας που φέρει τον τίτλο «Η κατάσταση και οι προοπτικές των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων», η ελληνική οικονομία παρουσιάζει κατά το 2007 επιδείνωση της ανταγωνιστικότητάς της, σύμφωνα με έγκυρες εκθέσεις ξένων διεθνών οργανισμών.
Παρότι οι διεθνείς φορείς χρησιμοποιούν διαφορετικές προσεγγίσεις και μεθοδολογίες, επισημαίνεται από τους ερευνητές, τελικά συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι, τόσο η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, όσο και, κατ΄επέκταση, των επιχειρήσεων κατά το 2007 στη διεθνή κατάταξη, επιδεινώθηκαν. Τα μεγαλύτερα εμπόδια στην επιχειρηματική δραστηριότητα είναι η κρατική παρέμβαση στην οικονομία, οι ατέλειες του ρυθμιστικού πλαισίου, η αβεβαιότητα που δημιουργεί το ασταθές νομικό πλαίσιο, η διαφθορά, το ισχύον φορολογικό πλαίσιο και η ανελαστικότητα της εργατικής νομοθεσίας.
Σύμφωνα με ένα από τα βασικότερα συμπεράσματα της έρευνας, η ελληνική Οικονομία έχει ανάγκη προσανατολισμού προς κλάδους υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, καθώς επίσης και ανάγκη επείγουσας αναβάθμισης της προστιθέμενης αξίας που προέρχεται από τους "παραδοσιακούς" κλάδους.
Σαφή σημάδια βελτίωσης της επιχειρηματικότητας τα τελευταία χρόνια υποδεικνύουν τα επίσημα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων (ΓΓΠΣ), σύμφωνα με τα οποία ο αριθμός των ενάρξεων εργασιών των επιχειρήσεων το 2007 παρουσιάζεται αυξημένος σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια ενώ, αντίστοιχα, ο αριθμός των παύσεων φαίνεται να μειώνεται.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, το 2007 ξεκίνησαν τη λειτουργία τους 19.485 νέες επιχειρήσεις ( ΟΕ, ΕΕ, ΑΕ και ΕΠΕ) έναντι 16.292 το 2006. Αντίθετα, 6.514 επιχειρήσεις σταμάτησαν τη λειτουργία τους έναντι 9.313 το 2006. Στο πλαίσιο της έρευνας, παρουσιάζονται τα δυνατά και αδύνατα σημεία των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και οι «ευκαιρίες» και οι απειλές γι’ αυτές.
ΓΕΝΙΚΑ
Ο επιχειρηματικός χάρτης της χώρας κυριαρχείται από μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις. Το 98% των επιχειρήσεων απασχολούν λιγότερους από δέκα εργαζομένους, ενώ το 95% αυτών εμφανίζουν κύκλο εργασιών μικρότερο των 500.000 ευρώ. Το μεγαλύτερο ποσοστό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (35%) είναι επιχειρήσεις εμπορίου (χονδρικού και λιανικού), τα έσοδα των οποίων αντιστοιχούν στο 43% των συνολικών εσόδων ενώ μόλις το 11% δραστηριοποιείται στη βιομηχανία και πραγματοποιεί αντίστοιχα το 23% των συνολικών εσόδων. Το 90% περίπου των επιχειρήσεων λειτουργούν ως προσωπικές, ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες και μόλις το 5% ως Ε.Π.Ε. ή Α.Ε.
Η χωροταξική κατανομή εμφανίζει μεγάλη συγκέντρωση στα αστικά κέντρα. Ενδεικτικά, το 35% εξ αυτών είναι εγκατεστημένες στην Αττική, όπου και πραγματοποιείται το 67% του συνολικού τζίρου. Αντίστοιχα, στη Θεσσαλία είναι εγκατεστημένες το 6,1% εξ αυτών και στην περιφέρεια πραγματοποιείται το 3% του συνολικού τζίρου.
ΠΟΙΟΤΙΚΑ
Το 16% του πληθυσμού (περίπου 1,1 εκατ. άτομα) σχετίζεται με κάποιου τύπου επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ το 8,24% (περίπου 560 χιλ. άτομα) είναι καθιερωμένοι επιχειρηματίες. Το 7,9% του πληθυσμού, (περίπου 537 χιλ. άτομα) βρίσκεται στο αρχικό στάδιο έναρξης κάποιας επιχειρηματικής δραστηριότητας, ενώ το 3% του πληθυσμού (περίπου 200 χιλ. άτομα) χαρακτηρίζονται ως άτυποι επενδυτές, δηλαδή άτομα που έχουν χρηματοδοτήσει με προσωπικά κεφάλαια ένα εγχείρημα που ξεκίνησε κάποιος άλλος. Η επιχειρηματικότητα ανάγκης ενισχύθηκε και άγγιξε το 20% των εγχειρημάτων, ενώ η νέα επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από χαμηλή προστιθέμενη αξία, δηλαδή εκδηλώνεται κατά το τελευταίο στάδιο παραγωγής των προϊόντων ή της προσφοράς υπηρεσιών.
Η καινοτομία προϊόντος είναι εξαιρετικά περιορισμένη, καθώς μόλις το 11,3% των νέων εγχειρημάτων σε προϊόντα-υπηρεσίες είναι εντελώς νέα και πρωτοποριακά. Μόλις το 2,8% των επιχειρηματιών στην Ελλάδα εισέρχεται σε μία πραγματικά νέα αγορά, έναντι του αντίστοιχου ποσοστού στην Ευρώπη που ανέρχεται στο 9%, ενώ οι νέοι επιχειρηματίες καλύπτουν με ίδιους πόρους περίπου τα 3/4 των επιχειρηματικών τους σχεδίων, τα οποία δεν υπερβαίνουν τα 50.000 ευρώ. Το 30% της επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων που καταγράφηκε στην Ελλάδα το 2006 αφορά γυναίκες. Η εξέλιξη αυτή, αν και εμφανίζεται θετική, υστερεί στα κίνητρά της καθώς ένα μεγάλο ποσοστό της επιχειρηματικότητας είναι αποτέλεσμα ανάγκης.
Πάνω από το 60% των νέων ή επίδοξων επιχειρηματιών προέρχεται από το τμήμα του πληθυσμού που βρίσκεται στη φάση της επαγγελματικής ανέλιξης και
προσπαθεί να καταξιωθεί στον επαγγελματικό στίβο. Η πλειονότητα αυτών (54%) προέρχεται από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το 18% έχει πανεπιστημιακή εκπαίδευση ενώ αντίστοιχο ποσοστό κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών. Να σημειωθεί ότι παρατηρείται υψηλή συσχέτιση ανάμεσα στην επιχειρηματική δραστηριότητα και το επίπεδο του εισοδήματος, καθώς οι μισοί από τους επιχειρηματίες προέρχονται από το ανώτερο εισοδηματικό κλιμάκιο, ενώ σημαντικό τμήμα από το μεσαίο κλιμάκιο.
ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ
Αντιφατικοί είναι οι δείκτες για τη σύνδεση επιχειρηματικότητας και καινοτομίας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας European Innovation Scoreboard 2007 (πίνακας 2), η Ελλάδα υστερεί αρκετά του μέσου όρου της Ε.Ε.-27 σε θέματα καινοτομίας. Στους περισσότερους δείκτες, η Ελλάδα καταλαμβάνει τις τελευταίες θέσεις εμφανίζοντας κακή εικόνα, με εξαίρεση κυρίως τις οργανωτικού τύπου καινοτομίες. Καλές σχετικά επιδόσεις – περί το μέσο κοινοτικό όρο – σημειώνει η Ελλάδα κυρίως σε δείκτες εισροών. Αντίθετα, αρνητικές είναι οι επιδόσεις στην κατηγορία της πνευματικής ιδιοκτησίας, της δια βίου μάθησης και των επιχειρηματικών δαπανών για Έρευνα και Ανάπτυξη.
Σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής γίνεται πλέον φανερό ότι οι πολυπληθείς άμεσες πολιτικές για την ενίσχυση της καινοτομίας δεν επαρκούν ή είναι αναποτελεσματικές.
Από τη μία πλευρά οι χαμηλές επιδόσεις της Ελλάδας σε βασικούς δείκτες φανερώνουν ότι οι κύριες παράμετροι του Εθνικού Συστήματος Καινοτομίας υστερούν σε σχέση με τις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες. Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τους ορισμούς που υιοθετούνται διεθνώς για την καινοτομική επίδοση των επιχειρήσεων, οι ελληνικές επιχειρήσεις εμφανίζονται να καινοτομούν. Αυτή η αντίφαση εξηγείται από τη συνήθη στρατηγική των ελληνικών επιχειρήσεων να αρκούνται στην υιοθέτηση-αφομοίωση της καινοτομίας, την υιοθέτηση ενσωματωμένης γνώσης και τεχνολογίας που αναπτύχθηκε στο εξωτερικό, χωρίς να δαπανούν πόρους για την ανάπτυξή της.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Οι προτεινόμενες δράσεις που αναφέρονται στην έκθεση αφορούν, μεταξύ άλλων, σε περαιτέρω ενίσχυση του ανταγωνισμού στις τηλεπικοινωνίες, συγκράτηση του ενεργειακού κόστους με τόνωση του ανταγωνισμού στην παραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, διοικητικό εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Διοίκησης και βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου μέσω εκσυγχρονισμού συστημάτων διαχείρισης προσωπικού, επιμόρφωσης των δημοσίων υπαλλήλων, προώθηση της Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης με στόχο τη μείωση της γραφειοκρατίας, ενίσχυση της δικαιοδοσίας ανεξάρτητων ρυθμιστικών αρχών στις περιπτώσεις που η ελεύθερη αγορά αποτυγχάνει, ενίσχυση επιχειρηματικότητας ειδικών ομάδων πληθυσμού και επιχειρηματικότητας σε νέες και καινοτόμες δραστηριότητες (νέα επιχειρηματικότητα), ίδρυση νέων επιχειρήσεων από ομάδες πληθυσμού με περιορισμένη σήμερα επιχειρηματικότητα και σε περιοχές που πλήττονται από αποβιομηχάνιση και ανεργία (δράσεις «μη-ενισχύσεων»), προώθηση της Πράσινης Επιχειρηματικότητας.
Ακόμη προτείνονται ενίσχυση συλλογικών επιχειρηματικών σχεδίων επιχειρηματικών συσπειρώσεων και δικτυώσεων, ενίσχυση των επιχειρήσεων του εμπορικού τομέα και των υπηρεσιών, με έμφαση στην ενίσχυση επενδυτικών σχεδίων, με στόχο τη διαφοροποίηση του προϊόντος και την ενίσχυση της παρουσίας των ελληνικών επιχειρήσεων στην εγχώρια και τις διεθνείς αγορές, ολοκληρωμένες και καινοτόμες παρεμβάσεις για τον εκσυγχρονισμό - αναδιάταξη του τουριστικού τομέα, αλλαγή επιχειρηματικής νοοτροπίας ειδικά στους παραδοσιακούς κλάδους παραγωγής (π.χ. αγροτικές επιχειρήσεις), παροχή κινήτρων για τη συγχώνευση των πολύ μικρών επιχειρήσεων με στόχο τη δημιουργία βιώσιμων και ανταγωνιστικών μονάδων, παροχή κινήτρων για την ομαλή μεταβίβαση και διαδοχή των μικρών και πολύ μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων, προκηρύξεις προγραμμάτων χρηματοδότησης ειδικά για πολύ μικρές επιχειρήσεις (10 απασχολούμενοι) σε τομείς - κλειδιά (εξωστρέφεια, ποιότητα, καινοτομία, ΤΠΕ, clusters), πρωτοβουλίες κλαδικού χαρακτήρα με εκπόνηση προγραμμάτων που θα εστιάζονται σε κλάδους που βρίσκονται σε κρίση και τόνωση του ανταγωνισμού στο τραπεζικό σύστημα που να οδηγεί στη δημιουργία νέων χρηματοδοτικών προϊόντων και την παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσιών προς τις μικρομεσαίες.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Η έκθεση αφορά στο έτος 2007, ενώ η μεθοδολογία εκπόνησής της συνίσταται σε έρευνα γραφείου για την ανεύρεση δευτερογενών πηγών πληροφόρησης, ποιοτική έρευνα σε πανελλαδικό αντιπροσωπευτικό δείγμα 35 εκπροσώπων φορέων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, (εμπορικά, βιομηχανικά, επαγγελματικά επιμελητήρια της χώρας) με τη μέθοδο των «εις βάθος συνεντεύξεων» και ποσοτική έρευνα σε πανελλαδικό αντιπροσωπευτικό δείγμα εκπροσώπων 800 επιχειρήσεων, στρωματοποιημένο κατά κατηγορία μεγέθους επιχείρησης (0-4, 5-9, 10-49, 50-249 εργαζόμενοι), με τη μέθοδο των αυτοπληρούμενων ερωτηματολογίων.
ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ
(εισαγωγικό)
Τα κυριότερα χαρακτηριστικά που συνθέτουν το προφίλ της σύγχρονης ελληνικής μικρομεσαίας επιχείρησης, σύμφωνα με την «Έρευνα Προσδιορισμού της επιχειρηματικής φυσιογνωμίας και των δεικτών επιχειρηματικής δραστηριότητας των ΜΜΕ» του Εθνικού Παρατηρητηρίου για τις ΜΜΕ, 2007, είναι, μεταξύ άλλων, χαμηλός βαθμός ενσωμάτωσης καινοτομιών λόγω του υψηλού κόστους της εφαρμογής τους, υψηλός βαθμός δυσπιστίας για συμμετοχή σε δίκτυα συνεργασίας – όσο μικρότερη η επιχείρηση, τόσο μεγαλύτερη η δυσπιστία, έλλειψη διάδοχης κατάστασης για τη συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης, η αυτοχρηματοδότηση είναι η μορφή χρηματοδότησης που συνηθίζεται περισσότερο με δεύτερη αυτή του τραπεζικού δανεισμού, η «εμπλοκή» των επιχειρήσεων κυρίως των μικρών στα αναπτυξιακά προγράμματα είναι ιδιαίτερα χαμηλή, ενώ η πλειοψηφία των επιχειρήσεων έχει άγνοια του υφιστάμενου ανταγωνισμού. Παράλληλα, η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων δεν πραγματοποιεί εξαγωγές.
ΜΕΣΑΙΑ
96 άτομα προσωπικό (2007), μέσος κύκλος εργασιών 37 εκατ. ευρώ
10% αύξηση αριθμού απασχολούμενων (2006-2007)
25% περιθώριο καθαρού κέρδους (2006)
Θετικός δείκτης ανάπτυξης εργασιών μεταξύ 2005 και 2006 (8%)
Πολύ μικρό ποσοστό δημόσιας επιχορήγησης για την έναρξη και κατά τη διάρκεια λειτουργίας, σχεδόν αποκλειστικά ίδια κεφάλαια, πολύ λίγο τραπεζικός δανεισμός
9% ποσοστό νέων προσλήψεων, 6% ποσοστό αποχωρήσεων (2006)
Σημαντικός βαθμός κατάρτισης προσωπικού
Πολύ μικρό κατά κεφαλή κόστος για κατάρτιση (3 ευρώ ανά εργαζόμενο)
Χρήση κοινοτικών προγραμμάτων επιδότησης της απασχόλησης
Προσωπικό του ίδιου εκπαιδευτικού επιπέδου με τις μικρότερες επιχειρήσεις
Χρήση νέων τεχνολογιών, Η/Υ, διαδικτύου, κλπ. σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό
Πιστοποίηση κατά ISO (δύο στις τρεις περίπου)
Συνεργασίες με το εξωτερικό, εξαγωγές (13% επί του τζίρου), εισαγωγές Εκτίμηση για σταθερή ή ανοδική πορεία κατά το επόμενο έτος
Άποψη ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα μάλλον δεν είναι ευνοϊκό
ΜΙΚΡΗ
20 άτομα προσωπικό (2007), μέσος κύκλος εργασιών 6 εκατ. ευρώ
10% αύξηση αριθμού απασχολούμενων (2006-2007), όσο και η μεσαία επιχείρηση
11% περιθώριο καθαρού κέρδους (2006)
Θετικός δείκτης ανάπτυξης εργασιών μεταξύ των ετών 2005 και 2006 (15%)
Πολύ μικρό ποσοστό δημόσιας επιχορήγησης για την έναρξη και κατά τη διάρκεια λειτουργίας, κατά κύριο λόγο ίδια κεφάλαια, μικρός τραπεζικός δανεισμός
11% ποσοστό νέων προσλήψεων, 8% ποσοστό αποχωρήσεων (2006)
Ικανοποιητικός βαθμός κατάρτισης προσωπικού
Μεγαλύτερο κατά κεφαλή ποσό για την κατάρτιση (19 ευρώ/εργαζόμενο)
Μεγαλύτερη χρήση κοινοτικών προγραμμάτων επιδότησης απασχόλησης Προσωπικό ίδιου εκπαιδευτικού επιπέδου
Χρήση νέων τεχνολογιών, Η/Υ, διαδικτύου, λογισμικού, σε ικανοποιητικό βαθμό
Πιστοποίηση κατά ISO (μία στις τρεις)
Συνεργασίες με το εξωτερικό, εξαγωγές (μόνο 3% επί του τζίρου)
Εκτίμηση για σταθερή ή ανοδική πορεία κατά το επόμενο έτος
Άποψη ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα μάλλον δεν είναι ευνοϊκό
ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΗ
1,6 άτομα προσωπικό (2007), μέσος κύκλος εργασιών 550 χιλ. ευρώ
Σταθερός αριθμός απασχολούμενων (2006-2007)
8% περιθώριο καθαρού κέρδους (2006)
Μικρός, αλλά θετικός δείκτης ανάπτυξης εργασιών μεταξύ 2005 και 2006 (4%)
Πολύ μικρό ποσοστό δημόσιας επιχορήγησης για την έναρξη και κατά τη διάρκεια λειτουργίας - κατά κύριο λόγο ίδια κεφάλαια, μικρός τραπεζικός δανεισμός
18% ποσοστό νέων προσλήψεων, 12% ποσοστό αποχωρήσεων (2006)
Ικανοποιητικός βαθμός κατάρτισης προσωπικού, λιγότερο απ’ ότι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις - σημαντικά μεγαλύτερο κατά κεφαλή κόστος κατάρτισης (84 ευρώ/εργαζόμενο)
Χρήση κοινοτικών προγραμμάτων επιδότησης της απασχόλησης
Προσωπικό ίδιου εκπαιδευτικού επιπέδου
Χρήση νέων τεχνολογιών, Η/Υ, διαδικτύου, κλπ. σε σχετικά ικανοποιητικό βαθμό, χαμηλότερο απ’ ότι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις
Δεν διαθέτει, σε γενικές γραμμές, πιστοποίηση κατά ISO.
Συνεργασίες με το εξωτερικό, εξαγωγές (μόνο 3% επί του τζίρου, όπως και οι μικρές επιχειρήσεις)
Εκτίμηση για σταθερή ή ανοδική πορεία κατά το επόμενο έτος
Άποψη ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα δεν είναι ευνοϊκό