«Θα πρέπει να βοηθηθούμε για να κάνουμε βιώσιμο το χρέος» είναι τα λόγια του υπουργού Οικονομίας, Γιάννη Στουρνάρα, με τα οποία τιτλοφορείται δημοσίευμα της εφημερίδας «Λιμπερασιόν», που υπογράφει ο Ζαν Κατρεμέρ. Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, ο «ιδανικός» τρόπος με τον οποίο οι πιστωτές, ουσιαστικά, τα κράτη μέλη της ευρωζώνης, θα μπορούσαν να βοηθήσουν είναι «να δωρίσουν στην Ελλάδα το ήμισυ του χρέους» -«ξέρουμε όμως» πρόσθεσε, «ότι κάτι τέτοιο δεν θα γίνει, δεν είναι ρεαλιστικό. Για να χορέψουμε όμως ταγκό, χρειάζονται δύο», σημειώνει.
«Μέχρι στιγμής, δεν έχουμε πάρει κανένα δώρο. Η Ελλάδα έχει επωφεληθεί από δάνεια των κρατών- μελών της ευρωζώνης και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, δάνεια που παράγουν τόκους και τα οποία εξοφλούμε. Αυτό που ζητάμε απλά είναι καλύτερους όρους που θα μπορούσαν να πάρουν τη μορφή της μείωσης των επιτοκίων, καθώς και σημαντική επιμήκυνση της αποπληρωμής. Αν δεν γίνει αυτό, η Ελλάδα θα πρέπει να πετύχει τεράστια δημοσιονομικά πλεονάσματα, ώστε να γίνει το χρέος βιώσιμο, άρα να επιβληθούν νέες θυσίες στον ελληνικό λαό», αναφέρει σε άλλο σημείο του δημοσιεύματος ο κ.Στουρνάρας.
Στη συνέντευξη, υπογραμμίζονται οι θέσεις του υπουργού ότι «η χώρα είναι, πλέον, πολύ κοντά στην έξοδο του τούνελ», η δε τρόικα «θα πρέπει να κατανοήσει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει την αύξηση των φόρων και τη μείωση μισθών και συντάξεων». Στα πρώτα ερωτήματα του δημοσιογράφου, κατά πόσον μπορεί να θεωρηθεί «αξιόπιστη» η επιστροφή στην ανάπτυξη το 2014 και κατά πόσον θα υπάρξει «από φέτος, ισοσκελισμός του προϋπολογισμού» (εκτός του κόστους για την αποπληρωμή του χρέους), ο υπουργός απάντησε: «Το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχουν επιβεβαιώσει τις προβλέψεις μας: το 2014, θα πρέπει να πετύχουμε μια ανάπτυξη 0,5 ή 0,6% του ΑΕΠ και αυτό μετά από πέντε χρόνια ύφεσης (από το 2008 έως το 2013). Ήδη το 2013, η ύφεση είναι πολύ χαμηλότερη από την αναμενόμενη: στις αρχές του χρόνου περιμέναμε 5,5% και τώρα περιμένουμε 4%».
Κατά την άποψη του υπουργού, η ύφεση θα μπορούσε να φθάσει μάλιστα στο 3,8%. «Ίσως αυτό σας φαίνεται ασήμαντο» πρόσθεσε, «είναι, όμως, η πρώτη φορά εδώ και έξι χρόνια που αναθεωρούμε τις προβλέψεις μας θετικά και αυτό από μόνο του είναι μια καλή είδηση». Σχετικά με τον προϋπολογισμό, ο υπουργός επιβεβαίωσε την πρόβλεψη για ένα «μικρό πρωτογενές πλεόνασμα» (πέραν του κόστους του χρέους) ύψους 340 εκατ. ευρώ, ήδη από το τέλος του χρόνου. «Για δε το 2014» πρόσθεσε, «το πρωτογενές πλεόνασμα θα φθάσει τα 2,8 δισ. ευρώ. Είμαστε πολύ κοντά στην έξοδο από το τούνελ. Πρέπει να το υπογραμμίσουμε: μέσα σε τρία χρόνια, η Ελλάδα έχει εκτελέσει ένα τεράστιο έργο, τόσο για την αποκατάσταση των δημόσιων οικονομικών, όσο και για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Ο υπουργός χρησιμοποίησε για παράδειγμα το γεγονός ότι, από την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωζώνη το 2002, έως το 2009, η χώρα έχασε το 22% της ανταγωνιστικότητάς της, την οποία έχει σήμερα πλήρως ανακτήσει.
Αναγνώρισε, όμως, ότι υπάρχουν ακόμα μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν. «Μας απομένει ακόμη το 20% του δρόμου, για να καλύψουμε το σύνολο των στόχων που έχουν τεθεί από την ΕΕ και το ΔΝΤ» ανέφερε. Στην παρατήρηση ότι η τρόικα «δεν μοιάζει ιδιαίτερα ικανοποιημένη και δεν έδωσε πάντα το πράσινο φως για την αποδέσμευση των δόσεων κάθε φορά», ο υπουργός εξήγησε: «Οι διαπραγματεύσεις αγγίζουν θέματα πολύ λεπτά από κοινωνικής και πολιτικής απόψεως, είτε αυτά αφορούν τις απολύσεις είτε τους πλειστηριασμούς σε περίπτωση μη εξόφλησης των δανείων, που για την ώρα τούς έχουμε παγώσει. Δεν θα πρέπει για θέματα δευτερεύουσας σημασίας, περιφερειακά, να τεθεί σε κίνδυνο, τη κυβέρνηση τη στιγμή που τα πράγματα πάνε καλύτερα. Η τρόικα θα πρέπει και αυτή να καταλάβει ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να αυξάνουμε τους φόρους και να μειώνουμε συγχρόνως τους μισθούς και τις συντάξεις».
Σε άλλη παρατήρηση του δημοσιογράφου ότι το χρέος -που θα ξεπεράσει το 174%, το 2014- παραμένει «μη βιώσιμο» και φαίνεται αδύνατο να επιτευχθεί το ποθούμενο 124% του ΑΕΠ το 2020, ο υπουργός υπενθύμισε τις υποσχέσεις των δανειστών σε σχέση με τις προσπάθειες της χώρας: «Στις 27 Νοεμβρίου του 2012, οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ υποσχέθηκαν ότι θα έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μας βοηθήσουν, ώστε να γίνει το χρέος βιώσιμο, από τη στιγμή που κατορθώσουμε να πετύχουμε ένα πρωτογενές πλεόνασμα» είπε. Παράλληλα, επισήμανε ότι «τον Απρίλιο του 2014, η Eurostat θα πρέπει να επιβεβαιώσει ότι έχουμε πετύχει τον στόχο και, από εκείνη τη στιγμή, θα μπορέσει να ξεκινήσει η σχετική συζήτηση. Ας θυμηθούμε ότι ξεκινήσαμε, το 2009, από ένα έλλειμμα 10% του ΑΕΠ και, τέσσερα χρόνια αργότερα, πετύχαμε ένα πρωτογενές πλεόνασμα, δηλαδή μια προσπάθεια της τάξης του 20% του ΑΕΠ, κάτι που είναι αδύνατο σε τόσο σύντομο χρόνο. Καιρός είναι να δεχθούμε μια επιπρόσθετη βοήθεια για να πετύχουμε τους στόχους μας» υπογράμμισε. Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, ο «ιδανικός» τρόπος με τον οποίο οι πιστωτές -ουσιαστικά, τα κράτη μέλη της ευρωζώνης- θα μπορούσαν να βοηθήσουν είναι «να δωρίσουν στην Ελλάδα το ήμισυ του χρέους». «Ξέρουμε όμως» πρόσθεσε, «ότι κάτι τέτοιο δεν θα γίνει, δεν είναι ρεαλιστικό. Για να χορέψουμε όμως ταγκό, χρειάζονται δύο. Μέχρι στιγμής, δεν έχουμε πάρει κανένα δώρο. Η Ελλάδα έχει επωφεληθεί από δάνεια των κρατών- μελών της ευρωζώνης και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, δάνεια που παράγουν τόκους και τα οποία εξοφλούμε. Αυτό που ζητάμε απλά είναι καλύτερους όρους που θα μπορούσαν να πάρουν τη μορφή της μείωσης των επιτοκίων, καθώς και σημαντική επιμήκυνση της αποπληρωμής. Αν δεν γίνει αυτό, η Ελλάδα θα πρέπει να πετύχει τεράστια δημοσιονομικά πλεονάσματα, ώστε να γίνει το χρέος βιώσιμο, άρα να επιβληθούν νέες θυσίες στον ελληνικό λαό».
Στο ερώτημα του Ζαν Κατρεμέρ αν η Ελλάδα θα ήταν έτοιμη να αποδεχθεί ένα είδος ανταλλαγής, δηλ. για κάθε μεταρρύθμιση να υπάρχει μείωση του χρέους, ο υπουργός απάντησε: «Αυτή θα ήταν η καλύτερη λύση. Αλλά αυτό, στην πράξη, θα σημαίνει επανέναρξη μια ευαίσθητης συζήτησης για ένα νέο κούρεμα, μετά το κούρεμα του 2012 που έγινε στον ιδιωτικό τομέα. Μια τέτοια συζήτηση δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με τη συναίνεση της ευρωζώνης». Τέλος, σχετικά με τη φοροδιαφυγή που δεν έχει ακόμα αντιμετωπιστεί, ο υπουργός εξήγησε: «Στην πραγματικότητα, έχουμε να κάνουμε με το εξής παράδοξο: παρ' ότι οι ονομαστικοί φορολογικοί δείκτες βρίσκονται στον μέσο όρο και ίσως πιο πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, εντούτοις τα έσοδα σε ποσοστά του ΑΕΠ είναι κάτω του μέσου όρου». Δύο είναι οι παράγοντες που, σύμφωνα με τον υπουργό, ερμηνεύουν το χαμηλό επίπεδο των εσόδων: η μεγάλη φοροδιαφυγή και οι πολλαπλές φορολογικές εξαιρέσεις. «Πρέπει να εξαλειφθούν οι φορολογικές εξαιρέσεις, που είναι περισσότερες απ' ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπως για τα νησιά που έχουν χαμηλότερο ΦΠΑ απ' ότι στην υπόλοιπη Ελλάδα ή για τους αγρότες που θα αρχίσουν να φορολογούνται από το 2015. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα αντιμετωπίζει μεγάλη φοροδιαφυγή: καταδιώκουμε τους φοροφυγάδες» κατέληξε ο υπουργός.
ΕΠΙΣΦΑΛΗΣ
Στο μεταξύ, επισφαλή χαρακτηρίζει στην παρούσα οικονομική συγκυρία τον καθορισμό νέων αντικειμενικών αξιών, ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας, σε έγγραφό του που διαβιβάστηκε στη Βουλή. Με το έγγραφο που διαβιβάστηκε στη Βουλή στις αρχές Δεκεμβρίου, ο υπουργός σημειώνει ότι «στην παρούσα οικονομική συγκυρία που χαρακτηρίζεται από μεγάλες διακυμάνσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της xώρας με σημαντικές επιπτώσεις και στην αγορά ακινήτων, ο καθορισμός νέων αντικειμενικών αξιών είναι τουλάχιστον επισφαλής».
Όπως επισημαίνει, «η έλλειψη κινητικότητας στην αγορά ακινήτων με συνέπεια να μην υπάρχει ικανοποιητικό και αντιπροσωπευτικό δείγμα αγοραπωλησιών, όπως σε κανονικές συνθήκες της αγοράς, όπου οι τιμές διέπονται από τον κανόνα της αγοράς και της ζήτησης, δεν επιτρέπει την προσέγγιση των πραγματικών αξιών των ακινήτων και τον προσδιορισμό νέων, περισσότερο αξιόπιστων, αντικειμενικών αξιών». Με βάση αυτά, ο υπουργός Οικονομικών αναφέρει ότι «μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν, θα εξετασθεί το θέμα της αναμόρφωσης των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων με γνώμονα την προσφορότητα, την αναλογικότητα, καθώς και κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια, σύμφωνα πάντα με τις δημοσιονομικές δυνατότητες του Κράτους».
Το έγγραφο του κ. Στουρνάρα διαβιβάστηκε στη Βουλή στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, μετά από ερώτηση που είχε καταθέσει η βουλευτής των Ανεξάρτητων Ελλήνων Μαρία Κόλλια Τσαρουχά, με την οποία καλούσε τον υπουργό να εξηγήσει γιατί ο επαναπροσδιορισμός και η σύγκλιση των αντικειμενικών και εμπορικών αξιών δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα. Η βουλευτής έχει επισημάνει ότι ο φόρος υπολογίζεται με αντικειμενικές αξίες που δεν έχουν πια καμία σχέση με την πραγματικότητα καθώς η αγορά ακινήτων έχει πλήρως καταρρεύσει. Αποτέλεσμα είναι, όπως έχει επισημάνει, να τιμωρούνται για μια ακόμη φορά οι πολίτες που κατάφεραν με διαφανή τρόπο και με φορολογημένα εισοδήματα να αποκτήσουν κάποιο περιουσιακό στοιχείο.