Σημαντική μείωση κατά δύο μονάδες καταγράφηκε στην ανεργία το β΄ τρίμηνο φέτος, καθώς το ποσοστό διαμορφώθηκε στο 24,6% από 26,6% το α΄ τρίμηνο 2015 και επίσης 26,6% το β΄ τρίμηνο πέρυσι, με τον αριθμό των ανέργων να ανέρχεται σε 1.180.141 άτομα. Ωστόσο, παραμένουν τα δομικά προβλήματα, όπως είναι η υψηλή ανεργία στους νέους (49,5%) και το γεγονός ότι οι μακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που αναζητούν εις μάτην εργασία πάνω από ένα έτος) είναι περίπου 862.700 άτομα (το 73,1% του συνόλου των ανέργων). Εκ του λόγου αυτού, το 80,1% των ανέργων είναι διατεθειμένοι να βρουν ακόμη και μερική απασχόληση.
Σύμφωνα με την τριμηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ, ο αριθµός των ανέργων µειώθηκε κατά 7,3% σε σχέση µε το α΄ τρίµηνο εφέτος και κατά 7,8% σε σχέση µε το β΄ τρίµηνο του 2014. Η ανεργία στις γυναίκες (28,3% το β΄ τρίμηνο 2015 από 30,4% το β΄ τρίμηνο 2014) είναι σηµαντικά υψηλότερο από των ανδρών (21,5% από 23,5%), ενώ ειδικά στις νέες γυναίκες φτάνει στο 54,1%.
Ηλικιακά, το υψηλότερο ποσοστό καταγράφεται στα άτομα 15- 24 ετών (49,5% το β΄ τρίμηνο 2015 από 52% το β΄ τρίμηνο 2014) και 25- 29 ετών (35,7% από 40%). Ακολουθούν οι ηλικίες 30- 44 ετών (23,8% από 25,5%), 45- 64 ετών (18,8% από 19,9%) και 65 ετών και άνω (9,9% από 10,2%).
Από το σύνολο των ανέργων που αναζητούν µισθωτή απασχόληση, το 13,2% αναζητεί αποκλειστικά πλήρη απασχόληση, ενώ το 80,1% αναζητεί πλήρη αλλά στην ανάγκη είναι διατεθειµένο να εργαστεί και µε µερική απασχόληση. Ενώ, το 6,7% είτε αναζητεί µερική απασχόληση είτε δεν ενδιαφέρεται εάν θα βρει µερική ή πλήρη απασχόληση.
Ένα ποσοστό ανέργων (6,7%) απέρριψε κάποια πρόταση ανάληψης εργασίας για διάφορους λόγους, κυρίως επειδή: (α) δεν εξυπηρετούσε ο τόπος εργασίας (27,6%), (β) δεν ήταν ικανοποιητικές οι αποδοχές (21,5%) και (γ) δεν εξυπηρετούσε το ωράριο (19,7%). Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί ποτέ στο παρελθόν, ανέρχεται στο 23,5% του συνόλου των ανέργων, ενώ οι µακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που αναζητούν από 12 µήνες και άνω εργασία, ανεξάρτητα από το εάν έχουν εργαστεί στο παρελθόν), αποτελούν αντίστοιχα το 73,1%.
Το ποσοστό ανεργίας των ατόµων µε ξένη υπηκοότητα, είναι µεγαλύτερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων υπηκόων (29,6% έναντι 24,1%). Επίσης, το 71,4% των ξένων υπηκόων είναι οικονοµικά ενεργό, ποσοστό σηµαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων, το οποίο είναι 50,8%.
Λαµβάνοντας υπόψη το επίπεδο εκπαίδευσης, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται σε όσους δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (52,5%). Τα χαµηλότερα ποσοστά παρατηρούνται σε όσους έχουν διδακτορικό ή µεταπτυχιακό (11,9%) και στους πτυχιούχους της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης (18,5%).
Σε επίπεδο περιφερειών της χώρας, στις τρεις πρώτες θέσεις βρίσκονται η Δυτική Μακεδονία (30,1% το β΄ τρίμηνο 2015 από 27,3% το β΄ τρίμηνο 2014), η Δυτική Ελλάδα (27,8% από 29,9%) και η Θεσσαλία (25,8% από 25,1%). Ακολουθούν, η Κεντρική Μακεδονία (25,6% από 29,4%), η Στερεά Ελλάδα (25,3% από 26,8%), η Αττική (25% από 27,4%), η Ήπειρος (23,8% από 28,3%), η Ανατολική Μακεδονία- Θράκη (23,4% από 23,8%), η Πελοπόννησος (22,9% από 23,6%), η Κρήτη (22,7% από 22,8%), οι Ιόνιοι Νήσοι (19,8% από 21,1%), το Βόρειο Αιγαίο (19,4% από 22,7%) και το Νότιο Αιγαίο (13,4% από 17,9%).
Το β΄ τρίμηνο εφέτος, ο αριθµός των απασχολούµενων ανήλθε σε 3.625.545 άτοµα και η απασχόληση αυξήθηκε κατά 3,5% σε σχέση µε το προηγούµενο τρίµηνο και κατά 2,4% σε σχέση µε το β΄ τρίµηνο του 2014.
Κατά το β΄ τρίµηνο, βρήκαν απασχόληση 162.794 άτοµα, τα οποία δήλωσαν ότι ήταν άνεργα πριν από ένα έτος. Παράλληλα, 48.435 άτοµα µετακινήθηκαν από τον οικονοµικά µη ενεργό πληθυσµό σε θέσεις απασχόλησης. Αντίθετα, 129.444 άτοµα, τα οποία ένα χρόνο πριν ήταν απασχολούµενα, σήµερα είναι άνεργα και άλλα 58.277 άτοµα που ήταν απασχολούµενα, είναι πλέον οικονοµικά µη ενεργά. Επιπλέον, 114.270 άτοµα, που πριν ένα έτος ανήκαν στον οικονοµικά µη ενεργό πληθυσµό, εισήλθαν στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, αλλά είναι άνεργα.
Ανά τοµέα της οικονοµίας παρατηρείται ότι στον πρωτογενή τοµέα υπάρχει µείωση 0,7% στον αριθµό των απασχολούµενων, στον δευτερογενή παρατηρείται αύξηση 1,3% και στον τριτογενή αύξηση 3,3%.
Το ποσοστό της µερικής απασχόλησης ανέρχεται στο 9,5% του συνόλου των απασχολουµένων. Από το υποσύνολο αυτό των εργαζοµένων, το 68% έκανε αυτήν την επιλογή διότι δεν µπόρεσε να βρει πλήρη απασχόληση, το 7,3% για άλλους προσωπικούς ή οικογενειακούς λόγους, το 4% γιατί εκπαιδεύεται, το 2,7% διότι φροντίζει µικρά παιδιά ή εξαρτώµενους ενήλικες και το 18,1% για διάφορους άλλους λόγους.
Το ποσοστό των µισθωτών, το οποίο εκτιµάται σε 64,8%, εξακολουθεί να είναι χαµηλότερο του µέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ανέρχεται στο 83,5% του συνόλου των απασχολουµένων.