Αν και για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια οι εγγραφές νέων επιχειρήσεων στα μητρώα του επιχειρηματικού φορέα των μικρομεσαίων του νομού είναι περισσότερες από τις ενάρξεις, ωστόσο καθίσταται εμφανές πως η αγορά έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει, προκειμένου να επανέλθει στην κανονικότητα και να μπει στον δρόμο της ανάπτυξης.
Η αλήθεια είναι πως τα πρώτα χρόνια των μνημονίων, των οριζόντιων μέτρων και της φτωχοποίησης της χώρας, η εικόνα των κλειστών καταστημάτων προκαλούσε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Εικόνα εγκατάλειψης μιας ζωής ολόκληρης, αφού τα «λουκέτα» σε συντριπτικό ποσοστό αφορούσαν σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, τις πιο επιρρεπείς σε συνθήκες κρίσης... Μέχρι που φτάσαμε στο α’ εξάμηνο του 2019, που για πρώτη φορά μετά από χρόνια το ισοζύγιο συστάσεων - διαγραφών να έχει θετικό πρόσημο. Οι ενάρξεις νέων επιχειρήσεων δηλαδή να είναι περισσότερες των λουκέτων.
Η αύξηση αυτή όμως αν και πραγματικό γεγονός δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας, πόσο μάλλον εφησυχασμού. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με τα αντληθέντα στοιχεία, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια σταδιακή κάμψη δραστηριοποίησης νέων επιχειρηματιών. Ενδεικτικά το 2016 στο α’ εξάμηνο πάντα, εγκαινιάστηκαν 312 νέες επιχειρήσεις, το 2017 354, πέρυσι 300 και φέτος περιορίστηκαν στις 281. Τα τέσσερα τελευταία χρόνια δηλαδή κατά μέσο όρο συστήνονται 311 επιχειρήσεις και 281 βάζουν "λουκέτο".
ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΟΙ ΑΤΟΜΙΚΕΣ
Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι από τις εγγραφές η πλειοψηφία τους αφορά σε ατομικές επιχειρήσεις, δείγμα της κατάστασης που επικρατεί στην αγορά και της πρόθεσης να ασχοληθεί κάποιος με μία έστω μικρή επιχείρηση, στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει κάποιο εισόδημα. Εν ολίγοις για το 50% των νέων επιχειρηματιών της Λάρισας το βασικό κίνητρο επαγγελματικής δραστηριοποίησης έχει κυρίαρχο χαρακτηριστικό την αυτοαπασχόληση, τον βιοπορισμό, την ανάγκη και όχι την επιχειρηματική ευκαιρία. Πράγμα που σημαίνει πως ένα τέτοιο εγχείρημα ενέχει τον κίνδυνο να αποδειχθεί μικρής διάρκειας και αναποτελεσματικό.
Επιγραμματικά, από τις 281 νέες επιχειρήσεις του εξαμήνου οι 104 είναι ατομικές (καφετέριες και φαγάδικα κυρίως), οι 36 ΟΕ, οι 32 ΕΕ, 2 ΑΕ, 1 ΕΟΕ και 99 ΙΚΕ. Η μεγαλύτερη κινητικότητα καταγράφεται στις δραστηριότητες υπηρεσιών εστίασης με 137 εγγραφές και 43 διαγραφές, ακολουθεί το λιανικό εμπόριο με 77 εγγραφές και 54 διαγραφές και έπεται η μεταποίηση με 67 συστάσεις και 12 διαγραφές.
Βέβαια, όπως επισημαίνουν επαγγελματικοί φορείς, αυτό που προέχει είναι να ξεπεραστούν οι ανασφάλειες και οι φοβίες που δημιούργησε μια δεκαετία οικονομικής κρίσης. Σε πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ ο δείκτης ανασφάλειας και φόβου για την πορεία της επιχείρησης υποχωρεί σταθερά τα τελευταία τρία χρόνια, όμως παραμένει σε υψηλές τιμές. Το 31,4% των επιχειρηματιών θεωρεί ότι είναι αρκετά ή πολύ πιθανό να βάλει «λουκέτο» σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ο φόβος της αποτυχίας είναι σταθερά υψηλός και το ποσοστό από τα χειρότερα παγκοσμίως.
ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Η έρευνα μάλιστα του ΙΟΒΕ αποτυπώνει γενικότερα μια ιδιαίτερα απαισιόδοξη προσέγγιση, από τους ίδιους τους νέους επιχειρηματίες! Το 64,5% των Ελλήνων επιχειρηματιών δηλώνει ότι κανένας πελάτης δεν θα θεωρήσει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους νέα και πρωτοποριακά, έναντι 50,1% σε 18 ευρωπαϊκές χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα. Την ίδια στιγμή, το 54% των ελληνικών επιχειρήσεων αξιοποιούν ήδη γνωστές τεχνολογίες για την παραγωγή των προϊόντων τους, ενώ οι μισοί επιχειρηματίες (50,7%) εισέρχονται σε αγορές με ήδη ισχυρό ανταγωνισμό, αριθμοί που δεν είναι αρνητικοί σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες. Άρα λείπει η... αισιοδοξία κι αυτό αντικατοπτρίζεται από άλλους δύο δείκτες. Ο φόβος της επιχειρηματικής αποτυχίας (70%) είναι από τους υψηλότερους παγκοσμίως, ενώ ελάχιστοι (μόλις 13,7%) θεωρούν ότι η Ελλάδα παρέχει επιχειρηματικές ευκαιρίες και μάλιστα το ποσοστό αυτό αφορά στο σύνολο του πληθυσμού, όχι μόνο στους επιχειρηματίες. Η αυτοπεποίθηση στην Ελλάδα παραμένει στο ναδίρ κι αυτό αποτελεί ξεκάθαρα «μνημονιακή» συνέπεια, καθώς το αντίστοιχο ποσοστό ήταν υπερδιπλάσιο (27,8%) το 2009, όταν άρχισε η «κατηφόρα» και... καταποντίστηκε στο 10,8% το 2011.
Πέραν όμως της απαισιοδοξίας και της έλλειψης αυτοπεποίθησης, απουσιάζει και η γυναικεία «πινελιά». Οι Ελληνίδες και οι Λαρισαίες ειδικότερα απέχουν... πανηγυρικά από τα νέα επιχειρηματικά εγχειρήματα, καθώς οι επιδόσεις τους (5,1%) είναι οι χειρότερες ανάμεσα στις 18 ευρωπαϊκές χώρες. Δεν διαφαίνεται επιθυμία ή πρόθεση να υλοποιήσουν επιχειρηματικές ιδέες. Κι αυτό έρχεται σε απόλυτη αντιδιαστολή με την «πρωτιά» που καταλαμβάνουν στη συμμετοχή σε εδραιωμένες επιχειρήσεις, οι οποίες λειτουργούν για περισσότερα από 3,5 χρόνια. Σύμφωνα με μετρήσεις που καλύπτουν και το 2016, οι Ελληνίδες είναι στην κορυφή με ποσοστό 10,8% κι αυτό αποτελεί συνέπεια της υψηλής αυτοαπασχόλησης.
ΑΠΟΥΣΙΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Η συμμετοχή των γυναικών σε νέες επιχειρήσεις ερμηνεύεται εν μέρει και από τις κοινωνικές αντιλήψεις που επικρατούν σε κάθε χώρα. Αν, δηλαδή, κυριαρχεί η αντίληψη πως υπάρχουν ευκαιρίες, αν εμπιστεύονται τις δυνατότητές τους και πόσο επηρεάζονται από τον φόβο της αποτυχίας. Στους συγκεκριμένους δείκτες η Ελλάδα είναι και πάλι ουραγός, καθώς μόνο το 11% των γυναικών θεωρεί ότι υπάρχουν ευκαιρίες για ένα επιχειρηματικό ξεκίνημα. Είναι ξεκάθαρο ότι βρισκόμαστε πολύ πίσω, από τη στιγμή που ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι τριπλάσιος (33%).
ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΑΛΛΑΓΗ
Αναμφίβολα το θετικό ισοζύγιο ίδρυσης-διακοπής επιχειρήσεων μας χαροποιεί, ωστόσο η ποιοτική ανάλυση των στοιχείων μάς δίνει μία εικόνα που χρειάζεται να μελετήσουμε σοβαρά, σχολιάζει στην "Ε" ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου Λάρισας Σωτ. Γιαννακόπουλος. Και αυτό -συμπλήρωσε- γιατί τα στοιχεία μάς δείχνουν ότι οι νέοι επιχειρηματίες επιλέγουν δράσεις που δεν μπορούν να εμπεδώσουν μία νέα επιχειρηματική κουλτούρα βασισμένη στην καινοτομία και στην εξωστρέφεια. Επιλέγουν κυρίως να δραστηριοποιηθούν στον χώρο της εστίασης, της διασκέδασης, του λιανικού εμπορίου και γενικά σε επαγγέλματα "ρηχής επιχειρηματικότητας" που δεν επιφέρουν προστιθέμενη αξία στην τοπική οικονομία. Άρα στην ανάγνωση αυτών των στατιστικών μπορούμε να "δούμε" σίγουρα μία βελτίωση, όμως σε καμία περίπτωση την ανάκαμψη που πραγματικά έχει ανάγκη η οικονομία μας. Πάγια θέση του Επιμελητηρίου είναι ότι θα πρέπει να υπάρξει μια αλλαγή της επιχειρηματικής κουλτούρας, βασισμένη στα ευρωπαϊκά πρότυπα, με αυξημένους ρυθμούς ανάπτυξης, με επενδύσεις παραγωγής πλούτου βασισμένες στην τεχνολογία και στην εξωστρέφεια.
"Χρειαζόμαστε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον φιλικό στο επιχειρείν, που θα προβλέπει κίνητρα για επενδύσεις σε προνομιακούς τομείς, όπως είναι η ενέργεια, ο τουρισμός και η αγροδιατροφή", με ξεκάθαρο νομοθετικό πλαίσιο, γρήγορες αδειοδοτήσεις, ξεκάθαρο χωροταξικό πλαίσιο, ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης και σταθερό φορολογικό καθεστώς με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές. Τέλος, πρέπει να αποκατασταθεί η ρευστότητα, η οποία με τη σειρά της προϋποθέτει: επιτάχυνση της επιστροφής των οφειλών του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα, ρύθμιση των κόκκινων δανείων και επιτάχυνση του εξωδικαστικού συμβιβασμού των επιχειρήσεων με την αξιοποίηση των επιμελητηριακών δομών" κατέληξε ο πρόεδρος του ΕΒΕΛ.
Του Γιώργου Νούλη