Τα εξαμηνιαία στοιχεία από τη βάση δεδομένων του Γενικού Εμπορικού Μητρώου του Επιμελητηρίου Λάρισας για τις συστάσεις και διαγραφές των επιχειρήσεων του νομού, αν και δημιουργούν υπό προϋποθέσεις προσδοκίες για αναστροφή της αρνητικής τάσης ως προς τον αριθμό των ενάρξεων και των "λουκέτων", δείγμα του ότι η αγορά βρίσκεται σε αναζήτηση νέου σημείου ισορροπίας, στέλνουν μικτά μηνύματα ως προς το παραγωγικό μοντέλο που στήνεται στην περιοχή και στις προοπτικές που δημιουργούνται στην τοπική οικονομία.
Αν και δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι οι συστάσεις των νέων επιχειρήσεων είναι οριακά ισάριθμες με αυτές που αναστέλλουν τη δραστηριότητά τους, ωστόσο αυτό που προβληματίζει είναι ότι η αγορά έπιασε "πάτο" και η παραγωγική της δομή καταρρέει.
Ειδικότερα στο α’ εξάμηνο του 2018 οι διαγραφές των επιχειρήσεων από τα μητρώα του Επιμελητηρίου υπολείπονται κατά μία των εγγραφών, καθώς στο εξεταζόμενο διάστημα 300 άνοιξαν και 301 διέκοψαν τη λειτουργία τους στον νομό Λάρισας. Με δεδομένο ότι τα τελευταία χρόνια το ισοζύγιο εγγραφών/διαγραφών ήταν εξόχως αρνητικό, η αποκλιμάκωση της τάσης συνιστά μια θετική εξέλιξη, ενδεικτική του περιορισμού της τεράστιας επιχειρηματικής αιμορραγίας. Ωστόσο θα ήταν ακόμη πιο θετική εξέλιξη αν υπήρχε και μεγαλύτερη αύξηση των ενάρξεων μιας και κάθε χρόνο οι επίδοξοι επιχειρηματίες μειώνονται. Ενδεικτικά όπως φαίνεται στον πίνακα, οι νέες επιχειρήσεις στο α’ εξάμηνο του 2016 ήταν 312, στο αντίστοιχο περσινό διάστημα 354 και στο φετινό 300. Στον αντίποδα οι διαγραφές στο προ διετίας εξάμηνο ήταν 316, πέρυσι 439 και φέτος 301. Επί της ουσίας πάντως για κάθε μία επιχείρηση που ανοίγει μία άλλη κλείνει…
Πέραν αυτού εξίσου σημαντικό στοιχείο είναι ότι η επιχειρηματικότητα παραμένει εστιασμένη σε μη παραγωγικούς και εσωστρεφείς τομείς, όπως η εστίαση και οι υπηρεσίες. Η πλειοψηφία των νέων επιχειρήσεων συνεχίζει να επικεντρώνονται σε κλάδους με κατά βάση εγχώριο προσανατολισμό (μπαρ, καφετέριες, λιανεμπόριο, λογιστικές/συμβουλευτικές υπηρεσίες). Το ποσοστό μάλιστα δεν έχει διαφοροποιηθεί στα τελευταία χρόνια, παραμένει υψηλό και ενδεικτικό μιας εικόνας που δεν είναι ικανή να επιταχύνει τον μετασχηματισμό της τοπικής οικονομίας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Το γεγονός ότι τόσο στο λιανεμπόριο όσο και στις υπηρεσίες το ποσοστό διαγραφών είναι μεγάλο, αποδεικνύει την κατάρρευση των παραγωγικών δομών της. Το πρόβλημα είναι ότι η μεγάλη πλειονότητα των νέων επιχειρήσεων δεν είναι παραγωγικές, είναι μονοπρόσωπες, ή απασχολούν ελάχιστους εργαζόμενους και συχνά αποδεικνύονται θνησιγενείς.
Τα σκήπτρα εξακολουθούν να διατηρούν οι ατομικές επιχειρήσεις καθώς για ένα ακόμη εξάμηνο οι… γενναίοι που εισήλθαν στον επιχειρηματικό στίβο τις επέλεξαν παρά το γεγονός πως οι ατομικές επιχειρήσεις είναι οι περισσότερο «επιρρεπείς» στις διαγραφές. Μάλιστα από τις 160 που άνοιξαν οι 20 εξ αυτών αποτελούν επανενάρξεις παλιών επιχειρήσεων. Στο ίδιο διάστημα βέβαια άλλες 227, της ίδιας νομικής μορφής, κατέβασαν ρολά!
"Μετά από τόσες χιλιάδες λουκέτα κάποια στιγμή θα έρθει και το θετικό ισοζύγιο. Γιατί τι άλλο έχει μείνει για να κλείσει. Πιθανόν να πιάσαμε πάτο, τι άλλο έχει απομείνει για να κλείσει" σχολιάζει ο α’αντιπρόεδρος του Επιμελητηρίου Δημ. Παπαλέξης. Σε όλο το διάστημα της κρίσης χάθηκαν από τον παραγωγικό ιστό της πόλης πολλές και σημαντικές επιχειρήσεις που απασχολούσαν πολλούς εργαζόμενους. Οι νέες επιχειρήσεις που συστήνονται είναι μικρής εμβέλειας και δεν μπορούν να τις αντικαταστήσουν και παρά τη μείωση των λουκέτων έναντι του περσινού αντίστοιχου διαστήματος η τάση για διαφυγή από το επιχειρείν συνεχίζεται. Συμπερασματικά η τοπική επιχειρηματικότητα δεν έχει καταφέρει ως σύνολο να ξεφύγει από τη στασιμότητα, την εσωστρέφεια και την έμφαση στην κατανάλωση. Παραμένει εγκλωβισμένη σε μια επικίνδυνη στασιμότητα, στην οποία ναι μεν τα λουκέτα δεν αυξάνονται, αλλά εξασθενεί συνεχώς η δημιουργία νέων υγιών επιχειρήσεων, που είναι και η μόνη λύση για τη μεσοπρόθεσμη αποκλιμάκωση της ανεργίας". Ένα επίσης σημαντικό στοιχείο είναι πως η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων που ανέστειλαν τη δραστηριότητά τους "γεννήθηκαν" στη διάρκεια της κρίσης. Ως λύση ανάγκης, ως αναζήτηση εξόδου από το τούνελ της ανεργίας. Ισως γιατί δεν υπήρχαν τα απαραίτητα χρήματα. Είναι όμως μόνον η έλλειψη χρημάτων που οδήγησε στον γρήγορο θάνατο των επιχειρήσεων αυτών;
Το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) έδωσε πρόσφατα την απάντηση. Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έξι στους δέκα από αυτούς που διέκοψαν ή ανέστειλαν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα δήλωναν ως βασικότερο λόγο την έλλειψη κερδοφορίας της επιχείρησης. Το γεγονός ότι το 58,1% των νέων εγχειρημάτων στην Ελλάδα εντάσσεται σε υπηρεσίες και προϊόντα προς τους καταναλωτές (εκεί εμπίπτουν τόσο το λιανεμπόριο όσο και η εστίαση) δεν θεωρείται ιδιαιτέρως ενθαρρυντικό, καθώς έτσι αναπαράγεται ένα μοντέλο μη βιώσιμης επιχειρηματικότητας που δεν προσδίδει δυναμική στην οικονομική ανάπτυξη. Και το πιο απογοητευτικό είναι ότι οι επίδοξοι επιχειρηματίες ξεκινούν το εγχείρημά τους γνωρίζοντας, σε μεγάλο βαθμό, ότι αυτό δεν κομίζει τίποτα νέο. Γιατί πολύ καλά γνωρίζουν πως πολλές επιχειρήσεις προσφέρουν παρόμοιο προϊόν ή υπηρεσία…
Σε κάθε περίπτωση πάντως τα συγκριτικά στοιχεία εγγραφών-διαγραφών του εξαμήνου αφήνουν μια μικρή νότα αισιοδοξίας. Το ζητούμενο πλέον για την επόμενη μέρα, είναι να μειωθεί ακόμα περισσότερο ο αριθμός των διαγραφών επιχειρήσεων και να γίνουν συντονισμένα βήματα για την ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας.
Του Γιώργου Νούλη