Του Δημήτρη Βάλλα
Ένα μοναδικό διατηρητέο μνημείο-έργο τέχνης για την πόλη, το κτίριο «Μουσσόν» επί της οδού Παλαιστίνης, παρατημένο και εγκαταλελειμμένο αρχίζει να καταρρέει κυριολεκτικά, καθώς, μετά μάλιστα και από τις τελευταίες ραγδαίες βροχοπτώσεις, οι σοβάδες άρχισαν να πέφτουν επί δικαίων και ...αδίκων!
Το γεγονός αυτό ανάγκασε χθες το πρωί ειδικά συνεργεία του Δήμου Λαρισαίων να σπεύσουν στην περιοχή και με ειδικό ανυψωτικό μηχάνημα να επέμβουν σε μπαλκόνι του κτιρίου και να το καθαρίσουν από τα επιχρίσματα που έπεφταν στο πεζοδρόμιο, το οποίο είχε περιφραχθεί απαγορεύοντας τη διέλευση στους πεζούς.
Βέβαια, όλα αυτά κρύβουν ίσως το μεγάλο δράμα και την πραγματικότητα που θέλει ένα ακόμα μοναδικό μνημείο της πόλης να βρίσκεται έρμαιο του χρόνου, της πολιτιστικής συμπεριφοράς του κράτους και της αδυναμίας των κληρονόμων του να το συντηρήσουν έστω και στοιχειωδώς.
Μια ακόμα ντροπή για την πόλη που διεκδικεί μάλιστα και τον τίτλο της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας», και πάμε πάλι από την αρχή...
Οι σοβάδες ξεκόλλησαν λοιπόν και άρχισαν ξανά να πέφτουν στο πεζοδρόμιο, αλλά και στον δρόμο από την πλευρά της οδού Φαρμακίδου, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν με τραυματισμούς οι περαστικοί αλλά και με ζημιές τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και όχι μόνο.
Το γεγονός προκάλεσε τις διαμαρτυρίες, αλλά και τις καταγγελίες περαστικών και γειτόνων στη Διεύθυνση Πολεοδομίας του Δήμου Λαρισαίων που διενήργησε επιτόπιους ελέγχους, περιέφραξε τον χώρο με κόκκινη ταινία χαρακτηρίζοντας την όψη του κτιρίου επικίνδυνη.
Μέχρι στιγμής επί της διαδικασίας τα πράγματα βαίνουν καλώς, επί της ουσίας όμως τίποτα δεν έγινε καθώς η κόκκινη πλαστική ταινία που τοποθετήθηκε δεν υπάρχει πια, οι σοβάδες εξακολουθούν να πέφτουν και ο κίνδυνος για τους περαστικούς παραμένει υπαρκτός.
Η ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Τώρα ήρθε η ώρα της γραφειοκρατίας και παρακολουθήστε τη γιατί είναι όντως ενδιαφέρουσα...
Το κτίριο λοιπόν που έχει κριθεί ως διατηρητέο μνημείο είναι ιδιόκτητο και για την επιδιόρθωση των ζημιών θα πρέπει να παρέμβει ο ιδιοκτήτης που επίσης θα πρέπει να πάρει έγκριση για την παρέμβασή του από την αρμόδια Εφορεία Νεοτέρων Μνημείων.
Όμως ο ιδιοκτήτης έχει ήδη δηλώσει οικονομική αδυναμία στον Δήμο Λαρισαίων να παρέμβει στον οποίο ουσιαστικά έχει φτάσει το μπαλάκι...
Τώρα ο Δήμος πάλι δεν μπορεί να επέμβει χωρίς άδεια από την αρμόδια Εφορεία και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι με δικά του έξοδα να καλύψει τον χώρο ώστε να προστατεύονται από τις πτώσεις επιχρισμάτων οι περαστικοί και να περιμένει πάλι την άδεια και τα ...χρήματα για μια κάποια επισκευή!
Είναι η γνωστή ιστορία της λινάτσας που μάλλον θα καλύψει για μεγάλο χρονικό διάστημα και το τελευταίο αρχοντικό της πόλης με τη μοίρα του να προδιαγράφεται...
Και επειδή γενικά θα πρέπει να υπάρξει ευαισθητοποίηση καθώς η πόλη πάλι αιμορραγεί χάνοντας κομμάτια του ίδιου της του εαυτού ας δούμε λίγο την ιστορία αυτού του κτιρίου που ξεκίνησε από το 1929 και μας την ξαναθυμίζουν τόσο το ΤΕΕ με την ομάδα καταγραφής των διατηρητέων κτισμάτων της Λάρισας όσο και ο γιατρός-ερευνητής Νίκος Παπαθεοδώρου...
Ο ΕΚΛΕΚΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Κατασκευαστής του κτιρίου φέρεται ο εβραίος Αβραάμ Μπενσουσάν καπνέμπορος από την Καβάλα και η οικοδόμησή του άρχισε το 1929, σε οικόπεδο του Μουσσόν Αβραάμ. Αρχιτέκτονας του κτιρίου είναι ο Μακ Ρουμπέν από την Κωνσταντινούπολη, ο οποίος την περίοδο εκείνη είχε εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη. Πρόθεση του κατασκευαστή ήταν να προσφέρει το αρχοντικό ως κατοικία στην κόρη του Καρόλα, η οποία είχε παντρευτεί τον Λαρισαίο έμπορο Σαλβαντόρ Αβραάμ, γιο της σπουδαίας ισραηλιτικής οικογένειας της πόλεως Μουσσόν Αβραάμ.
Αρχιτεκτονικά το οίκημα ανήκει στο κίνημα του εκλεκτισμού του Μεσοπολέμου, το οποίο άρχισε να βρίσκει εφαρμογή κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Ήταν η εποχή που παρήκμαζε και έδυε ο νεοκλασικισμός, ο οποίος είχε κυριαρχήσει στον ελληνικό χώρο από το 1850 και νέα αρχιτεκτονικά κινήματα προσπαθούσαν να ανανεώσουν τα αρχιτεκτονικά πρότυπα. Οι οπαδοί του εκλεκτισμού εμπνέονταν απ’ όλους τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς (βυζαντινό, γοτθικό, νεοκλασικό και άλλους), από τους οποίους χρησιμοποίησαν ό,τι θεωρούσαν ότι τους ταίριαζε περισσότερο στη σύνθεση του έργου τους, χωρίς να πειθαρχούν σε απόλυτες αρχές. Γι’ αυτό κάθε κτίριο αυτού του τύπου εμφανίζεται με δική του φυσιογνωμία, η οποία δεν έχει τίποτε το συγγενικό με άλλα σύγχρονά του. Στην περίπτωση της οικίας του Αβραάμ Μουσσόν αιφνιδιάζει η πλούσια σε προσθήκες εμφάνιση των εξωτερικών επιφανειών στις τρεις από τις τέσσερις πλευρές του. Στο εσωτερικό δημιουργούν αίσθηση το ύψος της οροφής, τα ανισόπεδα δάπεδα των δωματίων και η λιτότητα των επιφανειών. Οι εργολάβοι του κτίσματος ήταν Λαρισαίοι και για τη θεμελίωση χρησιμοποιήθηκε παχύ οπλισμένο σκυρόδεμα, γι’ αυτό και άντεξε στους σεισμούς που μεσολάβησαν μέχρι σήμερα. Για το υπόγειο και το ισόγειο χρησιμοποιήθηκε ως δομικό υλικό η πέτρα, ενώ ο όροφος οικοδομήθηκε με τούβλα.
Παρόλο που το οίκημα αυτό κατασκευάσθηκε με προορισμό να στεγάσει το ζεύγος Σαλβαντόρ Αβραάμ, εν τούτοις οι ίδιοι προτίμησαν να κατοικήσουν στο πατρικό του Σαλβαντόρ, το οποίο βρισκόταν στον ίδιο δρόμο, λίγο πιο κάτω. Η Καρόλα Αβραάμ ήταν μία από τις ομορφότερες γυναίκες της προπολεμικής Λάρισας, η οποία εντυπωσίαζε για την κομψότητα και την αριστοκρατική της εμφάνιση. Τελικά στο νεόδμητο κτίριο κατοίκησε ο Ελευθέριος Παπαγεωργίου, της γνωστής οικογένειας γαιοκτημόνων και επιχειρηματιών, με συγγενικούς δεσμούς και στον Βόλο. Κατά τη διάρκεια της κατοχής επιτάχθηκε από τους Γερμανούς, για να στεγάσει διάφορες στρατιωτικές υπηρεσίες. Μεταπολεμικά το νοίκιασε ο Δήμος για να στεγάσει τις υπηρεσίες του. Στη συνέχεια στέγασε τη Νευρολογική Κλινική του Αλεξάνδρου Ντίνα και κατόπιν ακολούθησαν και άλλοι ενοικιαστές. Από τις πολλές χρήσεις η οικοδομή άρχισε να παραμελείται και με τον χρόνο να καταστρέφεται. Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Σαλβαδόρ Αβραάμ το 1965, καθώς το σπίτι ήταν υποθηκευμένο σε τράπεζα, αγοράσθηκε από τον μηχανικό Ευριπίδη Σταθόπουλο. Το 1987 ύστερα από διάφορες εισηγήσεις κρίθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού διατηρητέο. Το γεγονός αυτό χαροποίησε τους Λαρισαίους, ιδιαίτερα εκείνους οι οποίοι εμφανίζουν ευαισθησία σε θέματα αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Ο νέος ιδιοκτήτης προχώρησε στην προσεκτική αποκατάστασή του, υπακούοντας στις υποδείξεις των υπευθύνων του υπουργείου Πολιτισμού και επανέφερε το κτίριο στην προηγούμενη κατάστασή του. Για ένα μεγάλο διάστημα φιλοξένησε καταστήματα αναψυχής (Μούσες, Art Deco) και εδώ και λίγα χρόνια παραμένει επικίνδυνα αχρησιμοποίητο...
Η αρχή του τέλους λοιπόν ή ίσως κάποιο θαύμα; Μάλλον η ιστορία θα το δείξει, που συνήθως επαναλαμβάνεται με τον ίδιο αδυσώπητο τρόπο που σχεδόν άφησε την πόλη χωρίς ταυτότητα και όλους μας να... σφυρίζουμε αδιάφορα!