ΦΑΡΣΑΛΑ (Γραφείο "Ε")
Του Αχιλλέα Μπακαλέξη
Αν βρεθεί κανείς στο Πολυνέρι Φαρσάλων, δεν είναι δυνατόν να μην παρατηρήσει το αρχοντικό του Παναγιώτη Κυζερίδη ή όπως ήταν στους παλιούς γνωστό το "Κονάκι της Λάουρας Πάντου", της πλούσιας κυρίας που δολοφόνησε στον Λυκαβηττό της Αθήνας η "Εταιρία Δολοφόνων" πριν πολλά χρόνια.
Το "Κονάκι" ανακαινίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο μετά από απόφαση της πρώην υπουργού Πολιτισμού Ελισάβετ Παπαζώη.
Αποτελεί αξιόλογο και αντιπροσωπευτικό δείγμα τσιφλικόσπιτου, όπως αυτά διαμορφώθηκαν στις αρχές του αιώνα που πέρασε, στη Θεσσαλία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με τον αγώνα των κολίγων της Θεσσαλίας για δικαιότερη κατανομή της γης. Επομένως αποτελεί σημείο αναφοράς για τους κατοίκους της περιοχής και όχι μόνον. Όσο για τον τωρινό ιδιοκτήτη του, είναι μια πολύπτυχη προσωπικότητα, που όχι μόνον ανακαίνισε το "κονάκι" με ατομικά του έξοδα, αλλά και το επίπλωσε με μεράκι και καλαισθησία σύμφωνα με την ιστορία του μνημείου. Το Αρχοντικό του Κυζερίδη ή "Κονάκι" χτίστηκε το 1585 από Βενετσιάνους και στη συνέχεια το πήραν οι Τούρκοι μπέηδες και πασάδες, μέχρι την Απελευθέρωση της Ελλάδας. Το 1900 περίπου περιήλθε σε έναν Έλληνα από τη Ρουμανία, τον Γεράσιμο Χαροκόπο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το τσιφλίκι ήταν πάνω από 60 χιλ. στρέμματα και περιελάμβανε και την περιοχή "Χτούρι", που όπως αναφέρει ο Στράβων, εκεί ήταν η πόλη Ελλάς, από την οποία πήρε την ονομασία της η πατρίδα μας και κατά τον Όμηρο ήταν γνωστή για τις ωραίες γυναίκες της.
Αργότερα το "Κονάκι" περιήλθε στον Τρικούπη Χαροκόπο και στη συνέχεια το αγόρασε ο Αφεντούλης, πλούσιος εργοστασιάρχης από την Τεργέστη της Ιταλίας. Απ' αυτόν το κληρονόμησε η οικογένεια Πάντου και οι κληρονόμοι της το πούλησαν το 1986 στον Παναγιώτη Κυζερίδη. Το κτίριο είχε υποστεί πολλές ζημιές και επισκευάστηκε. Κατά τα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ήταν έδρα στρατιωτικών δυνάμεων Γερμανών και Ιταλών. Κατά τη διάρκεια των σεισμών του 1954, που ως γνωστόν ισοπέδωσαν την περιοχή, το αρχοντικό υπέστη σοβαρές ζημιές και κατέστη ερείπιο. Ο Παναγιώτης Κυζερίδης το ανακαίνισε, το επίπλωσε και το έφερε στη σημερινή του μορφή, με πολύ μεράκι και αφού φρόντισε από παλιές φωτογραφίες, να είναι πιστό αντίγραφο του παλιού αρχοντικού.
Το "Κονάκι", που περιβάλλεται από μαντρότοιχο, βρίσκεται στο μέσον κήπου 70 περίπου στρεμμάτων και αποτελείται από το αρχοντικό, 4 μεγάλες αποθήκες, το κτίριο της εισόδου και δύο παράσπιτα.
Αρχικά τα κτίρια ήταν περισσότερα, αλλά καταστράφηκαν. Υπήρχαν μαγειρεία, φούρνος, αποθήκες αλόγων, παράσπιτα που έμεναν οι υπάλληλοι, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι στο οίκημα που στεγαζόταν το γαλατάδικο, στεγάστηκε το Δημοτικό Σχολείο του Πολυνερίου.
Από το παλιό κτίριο σώζονται η μεγάλη πόρτα εισόδου του περιβόλου και οι δύο πόρτες του αρχοντικού. Είναι σιδερένιες με διακοσμήσεις νεοκλασικές. Ο νεοκλασικός ρυθμός ακολουθήθηκε και στην επίπλωση του αρχοντικού. Τα έπιπλα της εισόδου με τον καθρέφτη είναι τα μοναδικά αντικείμενα που έμειναν από την παλαιά επίπλωση.
Ο ΠΑΝ. ΚΥΖΕΡΙΔΗΣ
Ο Παναγιώτης Κυζερίδης γεννήθηκε το 1936 στο Πολυνέρι Φαρσάλων, φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο και στις 4 πρώτες τάξεις του Γυμνασίου στα Φάρσαλα, ενώ τελείωσε το Γυμνάσιο στην Καρδίτσα. Μετά από διαγωνισμό μπήκε και φοίτησε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και το 1960 περίπου γίνεται διδάκτωρ και καθηγητής της Χριστιανικής Αρχαιολογίας στο Βατικανό. Αργότερα παίρνει την ιταλική υπηκοότητα και μπαίνει στο διπλωματικό σώμα.
Μιλάει πέντε γλώσσες (Ελληνικά, Ιταλικά, Νορβηγικά, Γαλλικά, Αγγλικά), έχει διακριθεί και τιμηθεί για την προσφορά του στον Πολιτισμό και στη σύσφιγξη των πολιτιστικών επαφών Ελλάδας - Ιταλίας, έχει πάρει αρκετά πτυχία Φιλολογίας και Θεολογίας από τα Πανεπιστήμια της Ρώμης και μεταπτυχιακούς τίτλους και υπήρξε καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης, Ιταλικής Φιλολογίας, Αρχαίων Ελληνικών, Ανθρωπιστικών Επιστημών σε ιταλικά λύκεια, κολέγια και πανεπιστήμια της Ρώμης.
Ακόμη, υπήρξε διευθυντής του Ιταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου και μορφωτικός ακόλουθος της Ιταλικής Πρεσβείας σε διάφορες πόλεις και χώρες (Παρίση, Τελ Αβίβ, Στρασβούργο, Άμστερνταμ, Αθήνα, Νορβηγία, Βέλγιο κ.λπ.). Έχει παρουσιάσει δημοσιεύσεις σε περιοδικά και εφημερίδες, έχει γράψει βιβλία και έχει μεταφράσει κλασικά Αρχαία Ελληνικά και Ιταλικά Κείμενα στα Ιταλικά, Ελληνικά και Γαλλικά.
Έχει πολλές τιμητικές διακρίσεις από τις οποίες ξεχωρίζουν: Το λογοτεχνικό βραβείο το 1978 Corelli - Nazareno για τον τόμο Staukizkez, το διεθνές βραβείο "Persefone" για την κριτική Τέχνης το 1992, ακαδημαϊκός της Accademia degli Incolti της Ρώμης και τιμητικές πλακέτες της πόλης της Ιερουσαλήμ, του Στρασβούργου, το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος από τον τότε πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κων/νο Στεφανόπουλο, τιμητική διάκριση του Βασιλιά του Βελγίου κ.λπ.
Ως διευθυντής του Ιταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου στην Ελλάδα συνέβαλε στην προβολή του Ιταλικού πολιτισμού στη χώρα μας και για την δραστηριότητά του αυτή ο δήμαρχος Αθηναίων κ. Αβραμόπουλος του είχε απονείμει τον τίτλο του επίτιμου δημότη της Αθήνας. Η διπλωματική του καριέρα τελείωσε το 2001, ενώ αργότερα του ανατέθηκαν από τα Ηνωμένα έθνη διάφορες αποστολές σε χώρες που αφορούσαν κυρίως υποθέσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η πολυσχιδής δραστηριότητα του Παναγιώτη Κυζερίδη μπορεί να μην είναι τόσο πολύ γνωστή στην περιοχή, γιατί διακρίνεται για την απλότητά του, είναι όμως πασίγνωστος για το αρχοντικό του, για το οποίο είναι πολύ υπερήφανος όταν μιλάει γι' αυτό.
Τελικά οι κάτοικοι της περιοχής Φαρσάλων είναι περήφανοι για τον διακεκριμένο συγχωριανό τους, που φρόντισε για συναισθηματικούς λόγους το ιστορικό μνημείο και δεν το άφησε στη φθορά του χρόνου και εκτιμούν ότι προσφέρει όχι μόνο στην προβολή της περιοχής τους, αλλά και στον πολιτισμό.
Πράγματι, όσοι είναι ευαίσθητοι σε θέματα πολιτισμού και παράδοσης έχουν την εκτίμηση των υπολοίπων, γιατί όλοι δέχονται ότι πρέπει η παράδοσή μας να διασωθεί και να γίνει γνωστή στις νεότερες γενιές.
Αυτό το έργο δεν είναι μόνο υπόθεση των κρατικών φορέων αλλά και των ιδιωτικών που έχουν τις γνώσεις, τη διάθεση αλλά και τα απαιτούμενα χρήματα.
Μακάρι το έργο του Παναγιώτη Κυζερίδη να το μιμηθούν και άλλοι στην πατρίδα μας, ώστε η ιστορία μας να διδάσκεται όχι μόνο στα σχολεία, αλλά και με εμπειρικό και αισθητό τρόπο βλέποντας και αγγίζοντας τα μνημεία του παρελθόντος.