Ο κ. Κουρκούτας αναφέρει ότι «σε περιπτώσεις μεγάλου συλλογικού τραύματος, λόγω φυσικών ή κοινωνικών καταστροφών, διαταράσσεται η εσωτερική συνοχή και το αίσθημα ταυτότητας και έτσι απελευθερώνονται ακραία συναισθήματα και αντιδράσεις, που εκφράζονται τόσο μέσα από τον «πολιτικό αλληλοσπαραγμό» στον δημόσιο λόγο, όσο και μέσω των αιτημάτων για δικαιοσύνη και αποκάλυψη της αλήθειας».
Παράλληλα ο Λαρισαίος καθηγητής Πανεπιστημίου στέκεται ιδιαίτερα στην απουσία σορού, απουσία που συνιστά βαθύτερο τραύμα που συνοδεύεται και από το αίσθημα της αδικίας και απουσίας ανάληψης πολιτικής ευθύνης.
«Σε περιπτώσεις μεγάλου συλλογικού τραύματος, λόγω φυσικών ή κοινωνικών καταστροφών, διαταράσσεται η εσωτερική συνοχή και το αίσθημα ταυτότητας» θα πει αρχικά ο κ. Ηλίας Κουρκούτας, για να συνεχίσει αναφέροντας ότι «Αναπόφευκτα, απελευθερώνονται ακραία συναισθήματα και αντιδράσεις, που εκφράζονται τόσο μέσα από τον «πολιτικό αλληλοσπαραγμό» στον δημόσιο λόγο όσο και μέσω των αιτημάτων για δικαιοσύνη και αποκάλυψη της αλήθειας, με στόχο τη στοιχειώδη εξιλέωση του συλλογικού πόνου και αυτού των οικογενειών των θυμάτων».
Η απουσία ύπαρξης σορού για ταφή, είναι άλλο ένα τραύμα για τους γονείς, επισημαίνουμε και ο κ. Κουρκούτας προσθέτει «Η τραυματική αλήθεια για τους συγγενείς, είναι ότι χάθηκαν νεαρές ζωές, και το πένθος είναι βαρύ και ανεπίλυτο, λόγω της βιαιότητας της απώλειας, αλλά και της μη ύπαρξης σορού, του «νεκρού» σώματος, το οποίο οι πενθούντες θα μπορούσαν να αποχαιρετήσουν με μια, έστω, αίσθηση σωματικής εγγύτητας, αγκαλιάζοντας και αγγίζοντάς το. Η απουσία αυτή συνιστά ένα ακόμα βαθύτερο τραύμα, που συνοδεύεται από το τεράστιο αίσθημα αδικίας και την απουσία ανάληψης ουσιαστικής πολιτικής ευθύνης: Τα παιδιά μας χάθηκαν, ενώ οι υπεύθυνοι πολιτικοί παραμένουν στις θέσεις τους».
Όσον αφορά στις μεγάλες κινητοποιήσεις που έγιναν για την επέτειο των δυο χρόνων από τη σιδηροδρομική τραγωδία, τονίζει ότι «Ο κοινωνικός άνθρωπος δεν ζει χωρίς νόημα. Μέσα από αυτές τις αντιδράσεις, αναζητείται το «νόημα» στον ακραίο πόνο ενός παράλογου θανάτου. Κάποτε, η εξιλέωση και η επεξεργασία του πένθους γινόταν μέσω της βεντέτας, με την εξολόθρευση του θύτη. Ο δικός μου πόνος, γινόταν πόνος του άλλου.
Η πλήρης ταύτιση με τις οικογένειες και τα νεαρά θύματα, καθώς και η τεράστια πρωτοφανής κινητοποίηση, οφείλονται στο γεγονός ότι βλέπουμε να «εξαφανίζονται βίαια» νέοι άνθρωποι (φοιτητές) που ενσαρκώνουν τον πυρήνα και το ιδανικό της ελληνικής οικογένειας, σε μια απλή επιστροφή στο Πανεπιστήμιο τους. Η ελληνική κοινωνία έχει υποστεί πολλά τραύματα στο παρελθόν, πολιτικά (εμφύλιος, χούντα, εξορίες), κοινωνικά (ανισότητες) και οικονομικά (μετανάστευση, σύγχρονη φτωχοποίηση), ενώ χάνονται και οι «επαγγελματικές σταθερές» για το μέλλον των νέων παιδιών.
Το «τραύμα» των Τεμπών συμπυκνώνει και εκφράζει διαχρονικά όλα αυτά τα διαγενεακά τραύματα, αναδεικνύοντας τη σύγχρονη κοινωνική απαίτηση για την ύπαρξη θεσμών που διασφαλίζουν όχι μόνο την καθημερινότητα των πολιτών, αλλά και τη δικαιοσύνη».
Θανάσης Αραμπατζής