Η ιστορία έγραψε πως η εισβολή των Τούρκων στο νησί θα ανέτρεπε όλα όσα αποτελούσαν δεδομένα μέχρι τότε. Όσοι τις έζησαν τις στιγμές εκείνου του καλοκαιριού, έχουν να θυμούνται πως χάθηκαν χιλιάδες ψυχές, κατά τη διάρκεια της επιχείρησης «Αττίλα», αλλά και αργότερα. Πως άνθρωποι εξαφανίστηκαν ως αγνοούμενοι. Πως χάθηκαν υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις τις κρίσιμες ώρες. Τρεις Λαρισαίοι, με αφορμή τη συμπλήρωση των πενήντα χρόνων από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, θυμούνται όσα έζησαν. Ο Λάμπρος Πλίτσης περιγράφει πώς συνελήφθη και παρέμεινε αιχμάλωτος για περισσότερο από έναν χρόνο.
Ο Γιώργος Σιαβάλας, ως μέλος των Ειδικών Δυνάμεων, θυμάται πως έφυγαν βιαστικά μέσα σε μια στιγμή, χωρίς να γνωρίζουν πως πήγαιναν στην Κύπρο. Ο Αστέριος Κυριακόπουλος, ενώ έφευγε από τη νησί ολοκληρώνοντας τη θητεία του, κλήθηκε να επιστρέψει πίσω. Τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν πενήντα χρόνια πριν, έρχονται στο φως, μέσα από τις τρεις ιστορίες τους...
Κυριακόπουλος Αστέριος
«Μάχες σώμα, με σώμα...»
Ο Αστέριος Κυριακόπολος γεννήθηκε στη Φαλάνη το 1950 και τον Ιούλιο του 1972 παρουσιάζεται στον στρατό. Μετά από έναν χρόνο μετατίθεται στην ελληνική δύναμη Κύπρου για να υπηρετήσει ακόμα έναν χρόνο. Στην Κύπρο φτάνει στις 16 Ιουλίου του 1973 και θεωρεί τιμή του να υπηρετήσει την πατρίδα τόσο μακριά. Κι ενώ συμπλήρωνε τον έναν χρόνο στο νησί, κάτι που σημαίνει πως θα έφευγε, τα πράγματα αλλάζουν.
«Τα χουντικά αποβράσματα που κυβερνούσαν την Ελλάδα θέλησαν να επιβάλουν τη δικτατορία και στην Κύπρο.
Για ένα τριήμερο στην Κύπρο γίνεται στην πραγματικότητα ένας εμφύλιος πόλεμος. Ο κυπριακός λαός είναι χωρισμένος σε Μακαριακούς και σε υποστηρικτές του Γρίβα. Ορίζεται καινούριος πρόεδρος από τη Χούντα των Αθηνών, ο Σαμψών. Η σειρά 107, που ερχόταν να αντικαταστήσει την 103 σειρά που ήμασταν εμείς, φτάνει στην Αμμόχωστο στις 19 Ιουλίου. Ημέρα Παρασκευή φεύγουμε από την Αμμόχωστο. Επιτέλους μετά από έναν χρόνο υπηρέτησης στην Κύπρο θα ερχόμασταν στην Ελλάδα και τα 500 άτομα της 103 σειρά για να απολυθούμε. Όλη τη νύχτα ταξιδεύουμε με το αρματαγωγό Λέσβος. Στις 6:30 ώρα το πρωί ακούμε σειρήνα αρματαγωγού. Από τον κυβερνήτη Χανδρινό Ελευθέριο μαθαίνουμε πως οι Τούρκοι κήρυξαν πόλεμο κατά της Κύπρου. Η διαταγή από την Ελλάδα είναι να επιστρέψουμε. Όση ώρα γινόταν η αποβίβαση, το αρματαγωγό με τα πυροβόλα του πλήττει στόχους του τουρκοκυπριακού θύλακα της Πάφου, όπου είχαν συγκεντρωθεί δύο τάγματα Τουρκοκύπριων.
...Με φορτηγά ξεκινάμε μέσα από το φλεγόμενο όρος Τρόοδος να πάμε στη Λευκωσία που βρισκόταν το στρατόπεδο τις ΕΛΔΥΚ. Δύο χιλιόμετρα πριν φτάσουμε τουρκικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν τη φάλαγγα με τα φορτηγά. Πηδάμε από τα φορτηγά και σκορπιζόμαστε σε αμπελοχώραφα. Από εκεί με τα πόδια στο στρατόπεδο παίρνουμε οπλισμό. Οχυρωνόμαστε στο στρατόπεδο και γύρω από αυτό μέχρι τη μεριά του αεροδρομίου Λευκωσίας. Στις 22 Ιουλίου γίνεται εκεχειρία μέχρι τις 14 Αυγούστου, όπου αρχίζει ο δεύτερος γύρος του Αττίλα.
...Μαζί με 20 περίπου άτομα βρίσκομαι έξω από το στρατόπεδο προς την πλευρά του αεροδρομίου. Ώρα 6:30 το πρωί από το χωριό Γερόλακος βλέπουμε να έρχονται προς το μέρος μας τέσσερα άρματα και πίσω από αυτά 200 και πλέον στρατιώτες καλυπτόμενοι. Όταν φτάνουν στα 400 μέτρα απόσταση από εμάς τα άρματα σταματούν και το πεζικό τους τρέχει προς το μέρος μας πυροβολώντας. Τα πυροβόλα μας και τα όπλα μας παίρνουν φωτιά. Το πυροβολικό μας ρίχνει τις βολές εκεί που έχουν σταματήσει τα άρματά τους. Το πεζικό των Τούρκων εγκλωβίζεται ανάμεσα σε εμάς και στο πυροβολικό μας. Τρέχουν μια μπροστά και μια πίσω. Μέχρι τις 10 και 30 που σταματάει η μάχη είχαν τεράστιες απώλειες. Εμείς έχουμε μόνο την απώλεια του στρατιώτη Σιμητα Δημητρίου από τον Κολωνό Αθηνών.
...Στις 15 Αυγούστου, ημέρα της Παναγίας, μας χτυπούν μόνο με όλμους. Κάνεις μας δεν παθαίνει τίποτα, γιατί είμαστε καλυμμένοι. Στις 16 Αυγούστου, που είναι η τελευταία μέρα του πολέμου, μας επιτίθενται στο μέρος που ήμασταν μόνο 5 άρματα. Μην μπορώντας να αντιμετωπίσουμε με τα ατομικά μας όπλα τα άρματα, βρίσκουμε κάλυψη πίσω από μια μεγάλη πέτρα. Μας εντοπίζουν, όμως, και αρχίζει να ρίχνει προς το μέρος μας ένα άρμα. Εκεί σκοτώθηκε ο διοικητής μας, λοχαγός Σταυριανάκος Σωτήριος.
Οι υπόλοιποι βγαίνουμε στο ξέφωτο και αρχίζουμε να τρέχουμε προς το στρατόπεδο. Στη διαδρομή σκοτώνονται πολλοί. Φτάνοντας έξω από το στρατόπεδο βλέπουμε κι άλλους ΕΛΔΥΚάριους να βγαίνουν από το στρατόπεδο, καθώς οι πολλαπλάσιοι Τούρκοι αρχίζουν να μπαίνουν σε αυτό, πάρα την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων στρατιωτών. Τελικά από την Κύπρο έφυγε η σειρά μου στα τέλη του Νοέμβρη, υπηρετώντας εκεί 16 μήνες. Τυχεροί όσοι σωθήκαμε, άτυχοι όσοι σκοτώθηκαν» θυμάται και σημειώνει «Αιώνια τους η μνήμη. Αθάνατοι».
Γιώργος Σιαβάλας
«Επιχείρηση «Νίκη».
Δε μας έλεγαν τίποτα
για Κύπρο...»
Επιχείρηση «Νίκη» είναι η κωδική ονομασία που δόθηκε σε μυστική στρατιωτική αποστολή της Ελλάδος την 21η προς 22α Ιουλίου 1974 προς την Κύπρο με σκοπό την αερομεταφορά καταδρομέων στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας.
Μέλος της επιχείρησης ήταν ο Λαρισαίος Γιώργος Σιαβάλας. Ένας γνωστός επιχειρηματίας στον χώρο της εστίασης στη Λάρισα, αφού διατηρούσε αρχικά το «Ασχημόπαπο» και εν συνεχεία το «Λιόγερμα» με μέλη της οικογένειάς του. Το συναντάμε στο σπίτι του δίπλα από την εσωτερική κοίτη του Πηνειού ποταμού. Ζητάμε να μας διηγηθεί όσα θυμάται. «Γεννημένος το 1953 στο Πετρωτό Ελασσόνας, ήρθα στη Λάρισα μόλις 12 ετών. Με καλούν φαντάρο περί τις 19 Οκτωβρίου 1973. Μέχρι να απολυθώ τον Μάρτιο του 1976 μέτρησα τέσσερις χρονολογίες και αρκετές δυνατές στιγμές. Η πιο δυνατή ήταν όταν φύγαμε για Κύπρο» λέει. «Παρουσιάζομαι στο Μεγάλο Πεύκο στις Ειδικές Δυνάμεις. Κάνουμε εκεί μερικούς μήνες εκπαίδευση και φεύγουμε να πάμε στα Χανιά, αφού ορκιζόμαστε. Πάμε στο Μάλεμε στην πρώτη μοίρα των καταδρομών. Πολύ εκπαίδευση και καψόνι. Μετά έγινε συνήθεια η ταλαιπωρία.
...Ξαφνικά μας φωνάζει ο διοικητής, μας λέει ετοιμαστείτε. «Πού πάμε;» ρωτάμε, «για εκπαίδευση;». Όχι, θα σας πω στον δρόμο. Ανεβαίνουμε στα Nooratlas και φτάνουμε στην Κύπρο. Ήταν γύρω στις 3μισι το πρωί. Μας βαράνε από παντού. Σφαίρες ένα σωρό. Προσγειωνόμαστε μέσα στις καλαμιές. Όλα τα αεροπλάνα έτσι. Σηκωνόμαστε και πηγαίνουμε σε ένα κτίριο που ούτε θυμάμαι τι ήταν. Φεύγουμε από εκεί και μας πάνε στα κτίρια που ήταν ο Μακάριος. Παντού αίματα. Κάθε μέρα αλλάζαμε τοποθεσία». Στο νησί έμεινε περίπου 6 μήνες. «Φύγαμε από το νησί περίπου τον Μάρτιο του 1974. Υπήρχαν στιγμές που κινδυνέψαμε, όπως στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας» θυμάται χαρακτηριστικά, όπως έντονα θυμάται και τον αρνητικό ρόλο των Άγγλων στη διαμορφωθείσα κατάσταση.
«Εκείνες τις ημέρες δεν είχαμε καμία επικοινωνία με την οικογένεια. Ένα βράδυ που έκανα περίπολο βρήκα μια κλούβα και πήρα στο μαγαζί που δούλευα στο Φρούριο για να ειδοποιήσουν τους δικούς μου στο Πετρωτό Ελασσόνας». Όλο το προηγούμενο διάστημα περιγράφει πως «όταν έπαιρνε τηλέφωνο ο πατέρας μου, του έλεγαν πως είμαστε σε άσκηση. Δεν του έλεγαν πως πήγαμε στην Κύπρο. Όταν ηρέμησαν τα πράγματα, αρχίσαμε να παίρνουμε τηλέφωνο.
Λάμπρος Πλίτσης
Αιχμάλωτος των Τούρκων για 12 μήνες και 22 ημέρες...
Η ιστορία του Λάμπρου Πλίτση είναι μία από τις πλέον χαρακτηριστικές για τα «θολά» γεγονότα της Κύπρου. Παρέμεινε 12 μήνες και 22 ημέρες αιχμάλωτος των Τούρκων, όμως σε καμία περίπτωση, όπως λέει, δεν του αναγνωρίστηκε κάτι τέτοιο από το ελληνικό κράτος. «Πήγα να πάρω πιστοποιητικό τύπου Α και σ’ αυτό γράφει πως 12 μήνες και 22 ημέρες δε λογίζεται στρατιωτική θητεία. Μπορεί να μου απαντήσει κανείς πού ήμουν;» αναρωτιέται και απαντάει ταυτόχρονα «Αιχμάλωτος ήμουν, αλλά δε φαίνεται πουθενά. Άρα, σημαίνει πως δεν έγινε πόλεμος...». Τον συναντάμε στη Νέα Σμύρνη. Απέναντι από το πρακτορείο ΟΠΑΠ που διατηρούσε επί σειρά ετών στη Σωκράτους. Στόχος να μας πει την ιστορία του. «Γεννήθηκα το 1953 σε χωριό της Καρδίτσας και ήρθα στη Λάρισα το 1963. Φαντάρος παρουσιάστηκα στην Καλαμάτα το 1974 και πήρα ειδικότητα οδηγός στο Χαϊδάρι. Μένω για 2-3 μήνες και φεύγω Ιανουάριο για 561 στη Θεσσαλονίκη».
Κάπου τότε φτάνει και το χαρτί για ΕΛΔΥΚ. Του δίνουν άδεια έναν μήνα στη Λάρισα και μετά φεύγει στις 13 Ιουλίου για Κύπρο.
«Με το πλοίο «Λέσβος» φτάνουμε στις 18 Ιουλίου και κάνουμε κινήσεις έξω από το νησί. Στις 19 κατεβαίνουμε στην Αμμόχωστο και το πρώτο πράγμα που βλέπουμε είναι η τουρκική σημαία σ’ ένα σημείο. Μας παίρνουν και πάμε στη Λευκωσία. Ίσα που βρήκαμε τα κρεβάτια μας το βράδυ και στις 5.30 το πρωί χτυπάει συναγερμός. Μας λένε αντιαεροπορική άσκηση, αλλά γινόταν πόλεμος». Περιγράφει στιγμές με πολύ αίμα και δυσκολίες. Μια μεγάλη περιπέτεια όλων, όμως η δική του ξεκίνησε αφού ηρέμησαν τα πράγματα.
«Στις 3 Οκτωβρίου 1974 έχασα τον δρόμο μου στο νησί και με έπιασαν οι Τούρκοι αιχμάλωτο. Όλο αυτό το διάστημα άκουγα τις καμπάνες και κατάλαβα πως δε με έβγαλαν από το νησί. Ήμουν σε κελί όλο αυτό το διάστημα χωρίς να βγαίνω αυλή».
Έκανε ιώβεια υπομονή μέχρι τον Δεκαπενταύγουστο του επόμενου έτους, 1975. Τότε ήταν που του έφεραν φαγητό με πιρούνι μετά από καιρό. «Μου φέρνουν σ’ ένα πιάτο μακαρόνια με πιρούνι. Λίγες ημέρες μετά, στις 22 Αυγούστου, αφού ανοίγω την πόρτα, πειράζοντας τον μεντεσέ, βγαίνω. Από ένα παράθυρο πηδάω σ’ ένα κοτέτσι. Βγαίνω στον δρόμο και με είδαν. Σφυρίζουν και με πιάνουν σ’ ένα σπίτι γκρεμισμένο λίγο πριν περάσω στην ελληνική πλευρά. Με πυροβολούν νεαροί στρατιώτες αρκετές φορές, όμως μια σφαίρα χτύπησε ελαφρά το δάχτυλο και με οδηγούν προς νοσοκομείο, γιατί άγγιξα το πρόσωπό μου με το ματωμένο χέρι και γέμισα με αίματα. Όταν καταλαβαίνουν πως είμαι καλά, με γυρίζουν σε άλλο κελί. Εκεί έχω και βασανιστήρια. Όποιος περνάει με χτυπάει» θυμάται. Μετά από 20 ημέρες περίπου τον κατεβάζουν στο παλιό κελί, έχοντας φτιάξει καλύτερες πόρτες. «Τους λέω πως δε χρειάζεται να προσπαθήσω ξανά να φύγω, γιατί θα με αφήναν με τόση φασαρία που έγινε έξω». Έτσι κι έγινε. «Τις επόμενες ημέρες με φροντίζουν με βιταμίνες και καθαριότητα. Στις 26 Οκτωβρίου 1975 είμαι ελεύθερος και με παραδίδουν στους Έλληνες. Δεν απολύθηκα, καθώς συνέχισα τη θητεία μου για άλλους δύο μήνες. Γυρίζω στην Ελλάδα με την επόμενη σειρά και περνάω και στρατοδικείο στην Αθήνα, καθώς όλο αυτό το διάστημα ερχόταν στο σπίτι μου, καθώς νόμιζαν πως η οικογένειά μου στη Λάρισα με είχε κρυμμένο. Απολύθηκα τον Ιανουάριο του 1977». Από τότε μέχρι σήμερα δεν έχει ξαναπάει στην Κύπρο. Αντίθετα, θυμάται δύο προσπάθειες Τουρκοκυπρίων να επικοινωνήσουν μαζί του.