σταδιακή χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων που αποφασίστηκε να ισχύσει από την ερχόμενη Δευτέρα. Ευελπιστούμε ότι με την ορθή στάση όλων μας και τη διενέργεια των εμβολίων, σύντομα θα αφήσουμε πίσω μας αυτή τη δοκιμασία.
Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρώ ότι είναι εύλογο να επανεξεταστεί το αίτημα άρσης του “απαγορευτικού” για το κυνήγι, καθώς η θήρα δεν εγκυμονεί συνθήκες συγχρωτισμού. Το γεγονός αυτό, άλλωστε, έχει συντελέσει ώστε η συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών να επιτρέπουν το κυνήγι». Τα παραπάνω τονίζει ο βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος, με αφορμή την άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου προς τους υπουργούς Υγείας κ. Βασίλη Κικίλια, Περιβάλλοντος κ. Κώστα Σκρέκα και τον υφυπουργό Πολιτικής Προστασίας κ. Νίκο Χαρδαλιά.
Ο Θεσσαλός πολιτικός, που βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με τον πρόεδρο της Ζ’ Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Θεσσαλίας και Ν. Σποράδων κ. Βαγγέλη Μπαλατσό, μετά και την ενημέρωση που είχε για τα ισχύοντα στις άλλες χώρες της ΕΕ, κατέθεσε Αναφορά στους συναρμόδιους υπουργούς, συνηγορώντας στο αίτημα που διατυπώνεται σε σχετική επιστολή, της οποίας υπήρξε αποδέκτης.
Στην επιστολή σημειώνεται, μεταξύ άλλων, ότι «η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας και οι 180.000 κυνηγοί που εκπροσωπεί, κατανοούν απολύτως τις έκτακτες συνθήκες και το “δίκαιο της ανάγκης” που επιβάλλει η πανδημία του κορονοϊού». Στη συνέχεια αφού παρατίθενται τα στοιχεία για σχεδόν όλες τις χώρες της Ευρώπης σε σχέση με τη δυνατότητα θήρας εν μέσω της πανδημίας, επισημαίνεται ότι «στις παραπάνω χώρες οι αρμόδιοι φορείς έχουν κατανοήσει ότι το κυνήγι είναι μία υπαίθρια και μοναχική δραστηριότητα, χαμηλού κινδύνου ως προς τη διασπορά του κορονοϊού».
Τέλος, υπογραμμίζεται ότι «το κυνήγι είναι αποτελεσματικό “εργαλείο” για τη διαχείριση της άγριας πανίδας, και παίζει σημαντικό ρόλο στη διασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας και υγείας (λύσσα, γρίπη των πτηνών, αφρικανική πανώλη των χοίρων). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συμβολή της θήρας στον έλεγχο του πληθυσμού των αγριόχοιρων στην Ευρώπη, όπου οι κυνηγοί παρέχουν υπηρεσίες τόσο στο οικοσύστημα, όσο και στην κοινωνία».