Σε εφαρμογή έχει τεθεί ο θεσμός του «αστυνομικού της γειτονιάς» και στη Λάρισα. Οι γειτονιές στις πόλεις έχουν αλλάξει φυσιογνωμία. Είναι πολυπληθείς, συχνά θορυβώδεις και απρόσωπες. Μέσα σε αυτό το νέο μωσαϊκό, αναπτύσσονται παραβατικές και εγκληματικές συμπεριφορές. Με βάση τα παραπάνω και προκειμένου ο πολίτης να έχει προστασία καθημερινή και ορατή, ώστε να νιώθει ασφαλείς τέθηκε εκ νέου σε εφαρμογή ο συγκεκριμένος θεσμός με απόφαση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Γιάννη Πανούση.
Συνολικά πρόκειται για έξι αστυνομικούς, τέσσερις του Α’ Αστυνομικού Τμήματος Λάρισας και δύο του Β’ Αστυνομικού Τμήματος Λάρισας, οι οποίοι περιπολούν στις γειτονιές με βάρδιες. «Οι αστυνομικοί της γειτονιάς περιπολούν στον τομέα ευθύνης τους και επικοινωνούν προσωπικά με τους κατοίκους και τους τοπικούς φορείς», λέει στην «Ε» ο υπαρχιφύλακας Παναγιώτης Μπότας για να συμπληρώσει ο συνάδελφός του υπαρχιφύλακας Κωνσταντίνος Γκιούρκης: «Είναι η καθημερινή “επώνυμη” παρουσία της Αστυνομίας στη γειτονιά, για θέματα ασφάλειας, παραβατικότητας και συναφή ζητήματα που επηρεάζουν την καθημερινότητα των πολιτών».
Οι αστυνομικοί που στελεχώνουν τον θεσμό απασχολούνται αποκλειστικά με τα καθήκοντα του αστυνομικού της γειτονιάς, ενώ εκτός από το συνήθη βασικό εξοπλισμό είναι εφοδιασμένοι με ειδικό σήμα και κινητό - υπηρεσιακό τηλέφωνο, για να επικοινωνούν άμεσα τόσο με τους πολίτες όσο και με τις υπηρεσίες τους.
Οι αρμοδιότητες του «αστυνομικού της γειτονιάς» σύμφωνα με το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη είναι να επικοινωνεί με τους κατοίκους, τη δημοτική αρχή, τη σχολική κοινότητα, τους εμπόρους, τους τοπικούς συλλόγους, τις ενώσεις πολιτών και κοινωνικούς φορείς. Να καταγράφει τα προβλήματα και να συνεργάζεται με τους πολίτες για την επίλυσή τους. Παράλληλα, να συγκεντρώνει πληροφορίες και στοιχεία και να ενημερώνει σχετικά την Υπηρεσία του. Να βοηθά άτομα με αναπηρία, ηλικιωμένους ή μέλη ευπαθών κοινωνικών ομάδων στη χορήγηση βεβαιώσεων, στη συμπλήρωση εντύπων ή σε άλλες γραφειοκρατικές διαδικασίες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Αστυνομίας.
Οι κάτοικοι μπορούν να ειδοποιούν τους «αστυνομικούς της γειτονιάς», «για ζητήματα παραβατικότητας, ενδοοικογενειακής βίας ή σχολικής βίας, ναρκωτικών, επίλυσης διαφορών στη γειτονιά, καθώς και για να διευκολύνουν άτομα με αναπηρία ή ηλικιωμένους σε διοικητικές διαδικασίες που αφορούν στην Αστυνομία όπως είναι η έκδοση ταυτοτήτων, επικυρώσεις. Δεν είναι όμως αρμόδιοι για να παρεμβαίνουν σε εγκληματικές ενέργειες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο πολίτης πρέπει να επικοινωνεί απευθείας με την “Άμεση Δράση”», με βάση τα όσα προβλέπει ο θεσμός.
Οι αστυνομικοί που συμμετέχουν στον θεσμό συμπληρώνουν ότι με «τη δράση του ο “Αστυνομικός της Γειτονιάς” καθίσταται αναπόσπαστο τμήμα της τοπικής κοινωνίας και καλείται να συμβάλλει στην εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας των κατοίκων και στην ποιοτική αναβάθμιση της καθημερινότητάς τους, μέσα από διαδικασίες κοινωνικής διαμεσολάβησης». Βασική τους προτεραιότητα, είναι «η εξυπηρέτηση των κατοίκων της γειτονιάς σχετικά με αιτήματα, παράπονα, καταγγελίες ή αδικήματα ενημερώνοντάς τους για την εξέλιξη και πορεία των θεμάτων τους». Ο «Αστυνομικός της Γειτονιάς» δίνει την κάρτα με τα στοιχεία του στους πολίτες και εκείνοι μπορούν να τον καλούν για οτιδήποτε θέλουν να αναφέρουν ή να ρωτήσουν πληροφορίες και άπτονται των αρμοδιοτήτων της Αστυνομίας.
ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ
Από την άλλη πλευρά να σημειωθεί ότι οι κάτοικοι στις γειτονιές ανταποκρίθηκαν στον θεσμό του «αστυνομικού της γειτονιάς». Όπως υπογράμμισε η πρόεδρος της 4ης Δημοτικής Κοινότητας Λάρισας Ευαγγελία Αργυροπούλου «η επαναλειτουργία του θεσμού ήταν απαραίτητη. Ήδη βλέπουμε αποτελέσματα. Η παρουσία τους είναι σημαντική, ειδικά σε φαινόμενα διακίνησης ναρκωτικών σε παιδικές χαρές και παρενοχλήσεων. Εξίσου σημαντική όμως είναι η βοήθεια που προσφέρουν οι αστυνομικοί στα άτομα τρίτης ηλικίας, είτε στην ενημέρωσή τους προκειμένου να μην πέσουν θύματα εγκληματικών πράξεων είτε στην καθημερινότητά τους όπως για παράδειγμα το γνήσιο της υπογραφής. Οι γειτονιές απέκτησαν τον φύλακά τους», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σημειώνεται ότι το μέτρο είχε εφαρμοστεί ξανά τον Ιανουάριο του 2010, επί υπουργίας Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, καθώς και την περίοδο από το 2003 έως και τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ζωή Παρμάκη