Αυτό τονίζεται από το Περιφερειακό Συμβούλιο ΣΥΡΙΖΑ Θεσσαλίας, που σε ανακοίνωσή του για την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος επισημαίνει: «Το μήνυμα φέτος είναι ότι έφτασε η ώρα της φύσης. Οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης γίνονται ολοένα και πιο απειλητικές με τα ακραία φαινόμενα να πολλαπλασιάζονται. Η πανδημία του κορονοϊού, που η εξάπλωσή της αποδεδειγμένα συνδέεται με την κλιματική κρίση και την πίεση που δέχεται η βιοποικιλότητα, κάνει ακόμα πιο επιτακτικό το καθήκον για δράση.
Σε ολόκληρο τον κόσμο, στην Ελλάδα αλλά και στην περιοχή της Θεσσαλίας, βιώνουμε μια περίοδο «περιβαλλοντικής βαρβαρότητας», μια κατάσταση που επιβάλλει την ανάληψη άμεσων πρωτοβουλιών στο πλαίσιο μιας νέας στρατηγικής με όρους κοινωνικής και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης. Μια στρατηγική που οριοθετείται από τις κατευθύνσεις για την προστασία και την αποκατάσταση της βιοποικιλότητας, τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, τη νέα αναπτυξιακή στρατηγική της Ε.Ε., την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και, κυρίως, από τις προτάσεις και τις διεκδικήσεις των πολύμορφων κινημάτων, της Αριστεράς και των δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων.
Η κυβέρνηση της ΝΔ προχώρησε στην απορρύθμιση της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, δήθεν υπέρ των επενδύσεων αλλά στην πραγματικότητα υπέρ μικρών και μεγάλων συμφερόντων.
Η Θεσσαλία είναι η περιοχή στην οποία προχωράει αυτή η απορρύθμιση, μέσω της ανεξέλεγκτης χορήγησης Αδειών Παραγωγής από τη Ρ.Α.Ε. για την εγκατάσταση αιολικών πάρκων (ανεμογεννητριών) στα ορεινά της Καρδίτσας, την Πίνδο και τον Ασπροπόταμο, αλλά και στο νότιο Πήλιο και τη νοτιοδυτική Μαγνησία, καθώς και τεράστιων φωτοβολταϊκών πάρκων στο θεσσαλικό κάμπο σε γη υψηλής παραγωγικότητας (ΓΥΠ). Ο ΣΥΡΙΖΑ τάσσεται υπέρ των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, αντιτίθεται όμως κατηγορηματικά στην άναρχη ανάπτυξη ανεμογεννητριών και φωτοβολταϊκών πάρκων σε ΓΥΠ χωρίς κανέναν έλεγχο, κανένα σχέδιο, καμία πολιτική για την πρωτογενή παραγωγή και χωρίς τη δημόσια διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες. Απαιτούμε την άμεση εκπόνηση Ειδικού Χωροταξικού Σχεδίου, βάσει του οποίου θα εγκρίνονται οι νέες άδειες παραγωγής, αλλά και θα επαναξιολογηθούν όσες άδειες έχουν ήδη χορηγηθεί.
Η κυβέρνηση οφείλει να σταθμίζει κάθε φορά τις επιστημονικές μελέτες, τις θέσεις των τοπικών κοινωνιών και των κινημάτων που αναπτύσσονται, καθώς και τα οικονομικά δεδομένα προκειμένου να αποφευχθούν μονοπωλιακές καταστάσεις και βίαιες παρεμβάσεις στο περιβάλλον.
Σε κάθε περίπτωση, βασικό μέλημα πρέπει να είναι η προστασία του περιβάλλοντος, του φυσικού κάλλους κάθε περιοχής, της βιοποικιλότητας, του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου και της ασφάλειας των πολιτών».