«Στην Αμερική δεν θα περιμέναμε έτσι»
Μια κοπέλα με σκουλαρίκι στη μύτη κοιτάζει τον μεσήλικα που πάει να της πιάσει κουβέντα. Έτσι για να περάσει η ώρα. Ακομπλεξάριστη όπως δείχνει τον αφήνει να τα πει
«Στην Αμερική όλα είναι διαφορετικά. Τα δικαστήρια, οι άνθρωποι». Εκείνη ανάβει τσιγάρο και κουνάει το κεφάλι της σαν από ευγένεια.
«Εγώ έφυγα από το χωριό σε ηλικία 15 ετών. Πήγα Δημήτρης και έγινα Τζιμ. Δούλεψα σε εστιατόριο στο Μανχάταν. Έκοβα μοσχάρια για 10 ώρες την ημέρα. Ξέρεις τι θα πει δουλειά;» της δείχνει τα χέρια του. Εκείνη τραβάει τζούρα και «χαλβαδιάζει» μισοαδιάφορη.
«Έφυγα από τη φτώχεια και σώθηκα. Εδώ η οικογένειά μου δεν είχε να φάει. Στα 18 είχα κάντιλακ. Να κοίτα» Φοράει κοντομάνικο πουκάμισο και βγάζει από την τσέπη του μάτσο φωτογραφίες.
«Εδώ είμαι στους Δίδυμους Πύργους, εδώ στην Ντίζνειλάντ, εδώ εκδρομή στην Κούβα». Η νεαρή καθώς ξεφυσάει τον καπνό από την τζούρα της, κάνει και λίγο μπροστά το κορμί της, να δει όσα της δείχνει.
«Κοίτα τι όμορφος που ήμουν» χαμογελάει με περηφάνια και αφήνει να φανούν τα κενά από τα χαμένα δόντια του. Του χαλάνε τη μόστρα. Γρήγορα τα κρύβει με την παλάμη του.
«Να εδώ είμαι με την πρώτη μου γυναίκα. Ήταν η πιο όμορφη Εβραία. Την ήθελαν όλοι αλλά εκείνη ερχόταν στο μαγαζί μόνο για μένα» σηκώνει το μπράτσο του και δείχνει ένα τατουάζ «Το έκανα για εκείνη».
Η νεαρή σβήνει το τσιγάρο και κοιτάζει το κινητό της. Η ώρα έχει πάει δυόμισι και ακόμα δεν έχει καταθέσει. Αν διακόψουν λόγω ωραρίου μπορεί να γλιτώσει και αύριο τη δουλειά. Μια χαρά. Έλα όμως που έμπλεξε με τον παππού και δεν ξεκολλάει τώρα. Που να σηκώνεται και από εκεί που κάθεται.
Οι δικηγόροι περνάνε από μπροστά της με δερμάτινες τσάντες στα χέρια, οι ασφαλίτες με ένα τσαντάκι κρεμασμένο διαγώνια στο στήθος τους και μια παρέα από τοξικομανείς μετράνε τα ψιλά τους για να βγάλουν πορτοκαλάδες από τον αυτόματο πωλητή. Για τα ξεκολλήματα, που λένε.
«Μου έφαγε όλα τα χρήματα όμως και μετά με παράτησε. Πούλησα και την Κάντιλακ. Με διώξανε από τη δουλειά και έχασα και το σπίτι που αγόρασα με αίμα» μα ήταν όμορφη μονολογούσε.
«Μετά με πήρε η κάτω βόλτα. Έμεινα άστεγος. Χτύπησα πόρτες και δεν μου άνοιγαν οι Έλληνες. Έφτασα τα 45 και δεν με ήθελαν πουθενά. Πέθανε η μάνα μου και το έμαθα ένα μήνα μετά. Ούτε για τηλέφωνο δεν είχα χρήματα». Κάποτε γύρισε.
Η κοπέλα βγάζει ένα χαρτομάντιλο από την «μπανάνα» της και το δίνει. Τον χτυπάει στην πλάτη και του κερνάει τσιγάρο.
«Μη μασάς ρε Τζιμ» του λέει κι εκείνος χαμογελάει. Πικρά. Σηκώνεται βάζει τις φωτογραφίες στην τσέπη.
«Στην Αμερική τώρα θα είχαμε τελειώσει…» λέει και φεύγει.
Γράφει ο Εφεσιβάλλων
Σκίτσο Γιάννης Νικολάου