Ο τύπος είναι βγαλμένος από την σκληρή δεκαετία του ’80. Μαλλί με χαίτη τύπου λασπωτήρα από φορτηγάκι για μετακομίσεις. Πουκάμισο ανοιχτό, λίγο πιο ψηλά από ότι το άφηνε ο Κωνσταντάρας στην ταινία «Κάτι κουρασμένα παλικάρια». Κάποιος του κάνει νόημα πως πρέπει να πετάξει και την τσίχλα λίγο πριν μπει στην αίθουσα.
«Θενκς» απαντάει εκείνος και κλείνει το μάτι χαμογελώντας όπως θα το κάνε ο Τόνις Σφήνος, που είναι και στην μόδα. Τον «κόβει» ο αστυνομικός λίγο περίεργο και τον ρωτάει για ποια υπόθεση είναι.
Σπάει λίγο τη μέση του, σαν από μαγκιά ακουμπάει το χέρι του στο στήθος με νόημα και λέει με σιγουριά «Κύριε αστυνομικέ με φώναξαν για μάρτυρα». Εντάξει του λέει ο αστυνομικός. Τη δουλειά του κάνει, τον αφήνει.
Δεν περνάνε πέντε λεπτά. Να σου, έξω ο τύπος που σου θυμίζει το περπάτημά του, κάτι από Στάθη Ψάλτη με συμπρωταγωνιστή (ποιόν άλλο;) τον Δημήτρη Γαρδέλη.
«Τι έγινε κατέθεσες κι όλας;» τον ρωτάει γεμάτος έκπληξη ο αστυνομικός
«Μπα, τελικά έγινε λάθος. Χθες ήταν η δίκη…» λέει και φεύγει καθώς διορθώνει το λασπωτήρα του και βγάζει νέο τσιγάρο από το πακέτο του.
Εδώ είναι από άλλη δεκαετία ο τύπος. Η… άλλη μέρα θα τον πείραζε;
Υποθέτουμε πως στην Παπαναστασίου θα τον περιμένει κάποιος «Μπίλιας» να πάνε για σούζες, κόντρες και γκομενάκια…
Ταξιτζής
«Εδώ μια κυρία, που προφανώς βρέθηκε ως επισκέπτης στην πόλη, σε κατήγγειλε πως της ζήτησες 18 ευρώ για να την πας από το σταθμό των λεωφορείων μέχρι το κέντρο. Τι έχεις να πεις;»
Ο ταξιτζής μικρός το δέμας, μα η μαγκιά του περισσεύει. Μουστάκι αυστηρό και μπλουζάκι κολλητό. Πιο κολλητό ακόμα και από το παντελόνι του, από την πίσω τσέπη του οποίου βγάζει με δυσκολία ένα τσαλακωμένο χαρτί.
«Ορίστε» το ανοίγει και το δείχνει στην πρόεδρο του δικαστηρίου
«Αυτό είναι βεβαίωση από το νοσοκομείο. Πως σχετίζεται με την υπόθεση;»
«Η γυναίκα μου εκείνη την ημέρα δεν ένοιωθε καλά και έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο. Ε, με πήρε τηλέφωνο, κι ενώ ήμουν στο δρομολόγιο, πέρασα από το σπίτι την πήρα μαζί με την αδερφή της και πήγα την άφησα στο νοσοκομείο»
«Και η γυναίκα τι έφταιγε;» αναρωτιέται ο εισαγγελέας καθώς σταυρώνει τα δάχτυλά του μπροστά από το στήθος του
«Να σας πως την αλήθεια την ξέχασα. Ήταν που ήταν αθόρυβη με το που χτύπησε το τηλέφωνο λειτούργησα σα να ήμουν μόνος μου»
«Ωραία να σας πιστέψουμε» προσθέτει ο εισαγγελέας καθώς ξεκολλάει την πλάτη του από την καρέκλα και πλησιάζει προς την έδρα «Πως τη θυμηθήκατε στη συνέχεια και μάλιστα της ζητήσατε τόσα χρήματα»
«Μόλις τελείωσα από το νοσοκομείο επέστρεφα στην πιάτσα αφηρημένος και κάπου εκεί την άκουσα να βήχει. Έτσι τη θυμήθηκα. Την πήγα στον προορισμό της και όντας αφηρημένος κοίταξα το ταξίμετρο και της είπα μηχανικά ότι έβλεπα. Δίχως να το συνειδητοποιήσω»
Ένοχος και μάλιστα με διπλή… ταρίφα στην ποινή.