Τα ξυλοκάρβουνα για πολλά χρόνια αποτελούσαν την κυριότερη πηγή για το μαγείρεμα και την θέρμανση. Σήμερα βέβαια η τεχνολογία άλλαξε τα δεδομένα η χρήση και η ζήτηση έχει περιοριστεί. Ελάχιστα καμίνια που παράγουν κάρβουνα έχουν απομείνει στη χώρα μας.
Οι καρβουνιάρηδες μαζεύουν ξύλα από το βουνό (βαλανιδιές, αγριελιά κ.τ.λ.) τα κόβουν σε μικρά κομμάτια για να τα τοποθετήσουν περιμετρικά στο χώμα. Το στήσιμο του καμινιού απαιτεί μεγάλη τέχνη, πρέπει να γνωρίζεις καλά τα μυστικά της.
Η τοποθέτηση των ξύλων αρχίζει με τα πιο μεγάλα και με τα πιο χοντρά προς τα κάτω, περιμετρικά, κυκλικά ενώ στη συνέχεια πρέπει να συγκλίνουν στο επάνω μέρος και έτσι το καμίνι σχηματίζει τρούλο. Στη μέση αφήνουν ένα κενό από την κορυφή ως τον πάτο, για να διευκολύνει την φωτιά. Η καλή επαφή μεταξύ των κλαδιών βοηθά στη μετάδοση της καύσης. Αφού σχηματίζουν το "χωνί", φτιάχνουν πάνω του περιμετρικές τρύπες, από την κορυφή μέχρι κάτω για να "αναπνέει" το καμίνι, για να βγαίνουν οι ατμοί της καύσης. Οι τρύπες ανάμεσα στα ξύλα, σχηματίζονται δεξιά και αριστερά από τους εργάτες που με μαεστρία στήνουν τα ξύλα και αφήνουν τα κενά που χρειάζεται για να βγαίνουν οι ατμοί της καύσης.
Όταν όλα είναι στημένα σκεπάζεται με άχυρα και μετά με χώμα το όποιο το βρέχουν με νερό για να κολλήσει. Το άναμμα γίνεται με βρεγμένο στο πετρέλαιο πανί, και οι τρύπες υποβοηθούν στη σταδιακή εξάπλωση της φωτιάς προς τα πάνω. Ο έλεγχος της φωτιάς γίνεται και από παραπλεύρους αγωγούς. Από την ώρα που ανάβει το καμίνι χρειάζεται συνεχή παρακολούθηση μέρα-νύχτα, για δεκαπέντε με είκοσι ημέρες .Ο καπνός που βγαίνει από την κορυφή του χωνιού είναι σκούρος, ενώ όταν έχει ολοκληρωθεί η καύση παίρνει το χρώμα του ουρανού.
Όταν είναι έτοιμο οι εργάτες αφαιρούν το χώμα και τέλος την επομένη ημέρα τα κάρβουνα γεμίζουν τα τσουβάλια που θα φορτωθούν στο φορτηγό και μετά στήνεται το επόμενο καμίνι και έτσι μέχρι το φθινόπωρο νύχτα - μέρα!
Φωτορεπορτάζ: Λεωνίδας Τζέκας