Ο Λαρισαίος εκπροσωπώντας εταιρεία στον κλάδο των κατασκευών, πήγε στο γραφείο του Τρικαλινού πολιτικού μηχανικού που ασχολούνταν με την κατασκευή δημοσίων και δημοτικών έργων.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο του ζήτησε να ενταχθεί σε επιχειρηματικό πρόγραμμα του Υπουργείου Ανάπτυξης. Ισχυρίστηκε πως η εταιρεία έχει μεγάλο κύκλο εργασιών, σύγχρονες εγκαταστάσεις, ότι είναι φερέγγυα και καταξιωμένη. Του είπε επίσης πως έχει καλή φήμη και σημαντική περιουσία. Τον έπεισε πως προκειμένου να επιτευχθεί η ένταξη της επιχείρησης στο πρόγραμμα αυτό, από το οποίο θα ελάμβανε ως επιδότηση μεγάλο χρηματικό ποσό, έπρεπε να παρουσιάσει μεγαλύτερο κύκλο εργασιών και ανάλογων εσόδων. Για τον λόγο αυτό του ζήτησε κάποιες επιταγές «ευκολίας». Τον διαβεβαίωσε πως δεν θα τις μεταβίβαζε και δεν θα τις έθετε σε κυκλοφορία, αλλά μόνο θα τις κατέγραφε στη σχετική αίτηση για την ένταξη της επιχείρησης στο πρόγραμμα. Του μίλησε ακόμα και για μακροχρόνια επαγγελματική συνεργασία. Με όλα αυτά πείστηκε ο μηχανικός.
Όμως τίποτα από τα παραπάνω δεν ήταν αλήθεια, όπως κατηγορείται. Η επιχείρηση, εκείνη την περίοδο, ήταν στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης, καθώς δεν είχε μεγάλο κύκλο εργασιών, ούτε οικονομική ευρωστία. Δεν υπήρχε η φερεγγυότητα.
Με το που πήρε τις επιταγές στα χέρια, ο Λαρισαίος επιχειρηματίας, τις έθεσε σε κυκλοφορία και συγκεκριμένα τις προσκόμισε σε διάφορες τράπεζες προκειμένου να πετύχει τη χρηματοδότηση της εταιρείας, σύμφωνα πάντα με το κατηγορητήριο.
Συνολικά πήρε 18 επιταγές συνολικής αξίας 256 χιλιάδων ευρώ.
Ο 43χρονος κρίθηκε ένοχος για την πράξη της απάτης κατ’ εξακολούθηση και κατά συναυτουργία με περιουσιακό όφελος και προξενηθείσα ζημιά άνω των 73 χιλιάδων ευρώ. Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε ποινή κάθειρξης έξι ετών, ωστόσο έδωσε αναστέλλουσα δύναμη στην έφεση κάτι που σημαίνει πως θα είναι ελεύθερος ως την εκδίκαση της υπόθεσης από το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων.
Κ.ΓΚΙΑΣΤΑΣ