Είναι τα λόγια της Φατιμά και του Χαμάντ, που ζούσαν πλάι-πλάι με τον θάνατο, επί πέντε χρόνια!
Σήμερα φιλοξενούνται στη Λάρισα στο πλαίσιο του προγράμματος «Εστία», του Δήμου Λαρισαίων, σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ.
Το πολυτιμότερο αγαθό, που θεωρούν ότι τους προσφέρει η πόλη μας είναι η ασφάλεια και η ειρήνη, καθώς αυτοί είναι και οι λόγοι που τους ώθησαν να φύγουν από τη χώρα τους, στην οποία όπως αναφέρουν: «Όσοι δεν έχουν πεθάνει είναι τραυματισμένοι, σωματικά και ψυχολογικά. Όσοι αρνούνται να πιάσουν όπλο στα χέρια τους, είναι ανεπιθύμητοι από το καθεστώς και διώκονται. Αναγκάζονται να φύγουν…».
Ο Χαμάντ δεν διστάζει να μας αποκαλύψει τη σκληρή πραγματικότητα: «Στη Συρία σήμερα ή κρατάς όπλο ή πεθαίνεις από την πείνα. Όποιος κρατά όπλο, από κάπου παίρνει χρήματα…
Δεν υπάρχουν άλλες επιλογές. Υπάρχουν δύο δρόμοι επιβίωσης: Ή θα γίνεις κλέφτης ή εγκληματίας. Αν δεν θέλεις τίποτα από τα δύο, πρέπει να φύγεις...
Το πρόβλημα στη Συρία είναι θρησκευτικό. Η Δαμασκός αυτή τη στιγμή διοικείται από το Ιράν και τη Χεζμπολάχ («Κόμμα του Θεού», σιιτική στρατιωτική και πολιτική οργάνωση με βάση το Λίβανο).
Όταν το καθεστώς, θέλει να καταλάβει μια περιοχή, στέλνει αυτούς που έχουν δεχθεί να κρατήσουν όπλο να κλέψουν από τα σπίτια αυτής της περιοχής. Ελάχιστοι είναι αυτοί που δεν θέλουν να κρατούν όπλο.
Η πλειοψηφία στη Συρία κλέβει και σκοτώνει».
Ζούσαν πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους τη χώρα. Από το 2011 οπότε καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς το σπίτι τους στη Δαμασκό, και εφόσον αρνήθηκαν να πολεμήσουν -σε όποια πλευρά- ξεκίνησε η τραγική τους ιστορία και ο διωγμός τους για να καταλήξουν να πληρώσουν την ελευθερία και την ασφάλειά τους στην Ελλάδα 1.100 δολάρια το άτομο.
«Το καθεστώς επί χρόνια, μας μετέφερε συνέχεια από μια περιοχή σε άλλη. Ποτέ δεν ξέραμε πού μας πάνε. Βρεθήκαμε και σε άγνωστα για μας μέρη. Μας ανάγκαζαν… Μας έβαζαν με το ζόρι σε λεωφορεία και από το τέλος του 2011 μέχρι και το 2016, που φύγαμε από τη Συρία, μας γυρνούσαν μέσα στη χώρα. Σε κάποια από αυτές τις μετακινήσεις χαθήκαμε με τις δύο μεγάλες μου κόρες. Σήμερα βρίσκονται ακόμη στη Δαμασκό», μας λέει η Φατιμά, πιάνοντας το νήμα της ιστορίας τους από τη αρχή: «Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, άρχισε και ο φυλετικός διαχωρισμός μεταξύ των λαών που συνυπήρχαν στη Συρία.
Ο απλός λαός δεν ήξερε μέχρι τότε από όπλα. Και ξαφνικά οι περισσότεροι άρχισαν να κρατούν όπλα στα χέρια.
Σαν γυναίκα και μάνα, δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω όπλο και να σκοτώσω ανθρώπους. Αρνήθηκα…
Το πρώτο πράγμα που σκέφτεται μια γυναίκα είναι να προστατέψει τα παιδιά της και την οικογένειά της και όχι να σκοτώσει».
Η πόλη Ιντλετ ήταν ο τελευταίος τους σταθμός, όπου κατέληξαν με τα τρία από τα πέντε παιδιά τους, πριν πάρουν τον δρόμο για την Τουρκία.
Η Φατιμά, δεν ήθελε να φύγει χωρίς τις κόρες της, αλλά το καθεστώς τούς υποχρέωσε… Δεν σταμάτησε ποτέ να τις αναζητεί και καθημερινά κάνει μεγάλο αγώνα να έρθουν στην Ελλάδα, με τη μεσολάβηση της Διεθνούς Αμνηστίας.
Μας κοιτά με αγωνία στα μάτια και ζητά βοήθεια: «Το μυαλό μας είναι ακόμη στη Δαμασκό. Δεν ξέρω κάθε μέρα αν είναι ζωντανές» και ξεσπά σε κλάματα.
Ο διακινητής τούς ζήτησε 700 δολάρια το άτομο, για να τους περάσει από τα σύνορα της Συρίας στην Τουρκία, παράνομα. Ο δεύτερος διακινητής με προορισμό τα ελληνικά νησιά ζήτησε λιγότερα: 400 δολάρια το άτομο.
Η ελευθερία και η ασφάλεια των ανθρώπων πληρώνεται ακριβά, αν είναι τυχεροί και δεν τους κοστίσει την ίδια τους τη ζωή, είτε από τα χέρια της Τούρκικης μαφίας είτε από τα νερά του Αιγαίου.
Το εμπόριο πώλησης του αγαθού της ελευθερίας, κάνει «χρυσές δουλειές»!
ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ
«Φύγαμε από τη Συρία κυνηγημένοι. Περπατούσαμε δύο μέρες και καταλήξαμε στη Σμύρνη.
Από κι και πέρα, το δράμα του πολέμου διαδέχθηκε εκείνο της τούρκικης μαφίας! Τι να σας πω! Βρήκαμε ένα σπίτι και μείναμε μαζί με μια άλλη οικογένεια. Μας ληστέψανε, μας πήρανε τα χαρτιά μας, τα λεφτά μας, όλα…
Αποφάσισα να πάω στην Αστυνομία να το καταγγείλω, αλλά μόλις μπήκα μέσα στο τμήμα, έφυγα χωρίς να πω τίποτα. Ήταν οι ίδιοι
που μας έκλεβαν», δηλώνει ο Χαμάντ και τα χέρια του τρέμουν στη θύμηση αυτών των γεγονότων.
Συνεχίζει να μιλά με μεγάλη συναισθηματική φόρτιση: «Αναγκαστήκαμε να δουλέψουμε ώστε να μαζέψουμε λίγα χρήματα και να φύγουμε για την Ελλάδα, γιατί στην Τουρκία δεν μπορούσες να ζήσεις, φοβόσουν για την ασφάλειά σου, για την ασφάλεια των παιδιών σου.
Φοβόμουν ακόμη και να αφήσω το κοριτσάκι μου να παίξει έξω από την πόρτα του σπιτιού μας, γιατί στην Τουρκία απήγαγαν τα μικρά παιδιά».
Και συμπληρώνει η Φατιμά: «Η εννιάχρονη κόρη μου, ήταν καμένη από ρουκέτες, είχε παντού πληγές. Ήθελα να την πάω σε ένα γιατρό στην Τουρκία, αλλά κανείς δεν μας δέχθηκε. Η μοναδική λύση ήταν να φύγουμε για την Ελλάδα για να σωθούμε. Έχω μισήσει την Τουρκία.
Στη Συρία, ήξερες ότι μπορεί να πεθάνεις από τα πυρά του πολέμου. Στην Τουρκία κινδύνευες να πεθάνεις αν έμενες, γιατί ήθελαν να σε διώξουν, ήσουν ανεπιθύμητος.
Εμείς αναζητούσαμε ένα ασφαλές μέρος, μια ασφαλή χώρα για τα παιδιά μας.
Μπήκαμε σε μια φουσκωτή βάρκα 75 άτομα. Πληρώσαμε 400 δολάρια το άτομο. Διανύσαμε οκτώ ώρες ταξιδιού μέσα στη θάλασσα και φτάσαμε στη Λέσβο. Δόξα το Θεό, φτάσαμε στην Ελλάδα!».
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
«Με το που πατήσαμε το πόδι μας σε Ελληνικό έδαφος, ηρεμήσαμε και ψυχολογικά και σωματικά. Βρήκαμε ανθρωπιά, από διάφορες οργανώσεις και από όλο τον κόσμο στο νησί. Αυτό ήταν το σημαντικότερο για μας. Ήταν κάτι που αναζητούσαμε εδώ και χρόνια. Την ανθρωπιά και την ασφάλεια. Καταλάβαμε τότε τη διαφορά, για το πού ήμασταν και πού ήρθαμε. Αισθάνθηκα μεγάλη ανακούφιση», λέει η Φατιμά.
Η αγκαλιά της Ελλάδας, σήμερα τους προσφέρεται απλόχερα στη Λάρισα. Ένα σπίτι, ένα σχολείο για τα παιδιά τους και αμέριστη στήριξη στην καθημερινότητά τους. Ο Χαμάντ συμμετέχει σε μαθήματα ελληνικής γλώσσας, που οργανώνει ο Δήμος Λάρισας.
Οι ίδιοι μας λένε: «Στην Ελλάδα καταλαβαίνουν τι σημαίνει άνθρωπος. Το κοριτσάκι μας το πήγαν σε παιδοψυχολόγο να το βοηθήσει και να το θεραπεύσει από την κακή ψυχολογική του κατάσταση. Είναι φοβισμένο και πληγωμένο στο σώμα και στην ψυχή. Πηγαίνει και κολυμβητήριο…
Έχουμε καλούς γείτονες, φιλόξενους. Οι άνθρωποι στη Λάρισα είναι εξαιρετικοί, είναι άνθρωποι!
Και μόνο αυτό το πράγμα, μας κάνει να βγούμε από το σπίτι».
Αν σταματούσε ο πόλεμος θα γυρίζατε πίσω; Τους ρωτάμε.
Και η απάντησή τους είναι αφοπλιστική: «Θα γυρίζαμε», λένε και ο Χαμάντ βιάζεται να διευκρινίζει: «Θα γύριζα στην Παλαιστίνη όπου είναι η καταγωγή μας».
*Για τη συνέντευξή μας με τη Φατιμά και τον Χαμάντ, σημαντική στάθηκε η στήριξη των ανθρώπων που εργάζονται στο πρόγραμμα φιλοξενίας προσφύγων «Εστία» του Δήμου Λαρισαίων, και συγκεκριμένα της υπεύθυνης κ. Μαρίας Κάλφα, της κοινωνικής λειτουργού κ. Βάσως Παπαδοπούλου και του διερμηνέα κ. Γιώργου Σάκερ.
Της Λένας Κισσάβου
Φωτ. Βασίλης Ντάμπλης