Γι’ αυτούς τους νεκρούς μίλησε χθες το απόγευμα στο αμφιθέατρο του Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας ο καθηγητής της Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Δημήτρης Μποσνάκης.
Τρία στοιχεία, τρεις μαρτυρίες αποκαλύπτουν στους αρχαιολόγους τα ευρήματα των ανασκαφών. «Μπορεί κανείς μέσα από τα ταφικά έθιμα όπως τα βρίσκει στον χώρο της ανασκαφής να μελετήσει τρία περίεργα, δύσκολα και ενδιαφέροντα πράγματα», αναφέρει στην «Ε» ο καθηγητής συνεχίζοντας: «Το πρώτο είναι οι πόλεις σε κρίση. Όταν δηλαδή η πόλη είναι σε κρίση, όταν αντιμετωπίζει σεισμούς, λιμούς καταποντισμούς, πολέμους το βλέπει κανείς αυτό στα ταφικά έθιμα; Η απάντηση είναι «ναι». Το δεύτερο είναι όταν η κοινωνία μερικούς ανθρώπους τους βγάζει στο περιθώριο, τους αντιμετωπίζει με κοινωνικές διακρίσεις, με αποκλεισμούς, μπορεί να το δει κανείς αυτό στα ταφικά έθιμα η απάντηση είναι «ναι», όπως και ποιους νεκρούς συγκεκριμένα μπορεί να δει με βάση αυτό το θέμα. Και το τρίτο είναι πιο σκοτεινό, ποιητικό είναι δηλαδή αν μπορεί μέσα από τα ταφικά έθιμα να δει δεισιδαιμονίες και φοβίες για τους νεκρούς.
Οι νεκροί όταν δεν ήταν ευτυχισμένοι πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες επανέρχονταν στον κόσμο γεμάτοι μνησικακία ζητώντας εκδίκηση και αυτό έχει την αξία του γιατί όλη ελληνική λαογραφική παράδοση είναι γεμάτη από φαντάσματα, τα οποία έρχονται να εκδικηθούν διότι υπέστησαν κάτι κακό και θέλουν να το ξεπληρώσουν».
Σύμφωνα με τον κ. Μποσνάκη «καμία κοινωνία δεν μπορεί να είναι πλήρως κατανοητή όταν δεν δούμε και τις δύο όψεις και τις φωτεινές και τις σκοτεινές. Πέρασα πολλά χρόνια στη ζωή μου κάνοντας αρχαιολογία του θανάτου με τη φωτεινή όψη, τώρα κινούμαι και στην πρωτοπορία της παγκόσμιας έρευνας, που είναι η αρχαιολογία του θανάτου. Η αρχαιολογία του θανάτου εξετάζει τα σκοτεινά, τα δύσκολα, τα προβληματικά σημεία των κοινωνιών τα οποία μπορεί να τα μελετήσει κανείς και ως αρχαιολόγος και μέσα από τα ταφικά έθιμα».
Γιατί όμως να «τιμωρούνται» οι νεκροί; Ο καθηγητής απαντά λέγοντας ότι «οι νεκροί που είναι στις κρίσεις των πόλεων είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να τους περιποιηθεί κανείς, στις επιδημίες για παράδειγμα. Υπάρχουν κάποιοι νεκροί επίσης που είναι ατελείς οντότητες, που είναι στο μεταίχμιο, αυτές είναι τα νεογέννητα, παιδιά που πέθαναν χωρίς να αποκτήσουν το όνομα ή τα παιδιά που είναι από εταίρες, πόρνες, είναι τα ανεπιθύμητα σώματα, τα αζήτητα παιδιά. Αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα γιατί φτάνει και μέχρι τον μεταχριστιανικό κόσμο. Και η Καθολική Εκκλησία και η Ορθόδοξη τα αβάφτιστα παιδιά δεν τα αντιμετώπιζε σαν κανονικές υπάρξεις, ότι θα πήγαιναν στον Παράδεισο. Διότι έξω από το βάφτισμα ήταν προβληματικές υπάρξεις. Αυτό με κάποιον τρόπο υπάρχει και στην αρχαιότητα».
Οι αρχαιολόγοι βρέθηκαν μπροστά σε ευρήματα νεκρών με τα εξαρτήματα της θανατικής τους καταδίκης, ο κ. Μποσνάκης υπογραμμίζει ότι στους εκτελεσθέντες νεκρούς, όπως είναι οι εσταυρωμένοι, αλλά και οι νεκροί που μένουν με τις πέδες, χειροπέδες, ποδοπέδες δείχνει μια επιθυμία της κοινότητας προς τους συγκεκριμένους νεκρούς. Τους θέλει εσαεί στιγματισμένους. Όπως λέει και στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο ο συγγραφέας “όποιος είναι δεμένος σε αυτή τη γη, είναι δεμένος και στον ουρανό. Όποιος έχει λυθεί και λυτρωθεί στη γη θα είναι λυτρωμένος και στον ουρανό”».
Το βιβλίο που αναμένεται να εκδώσει το επόμενο διάστημα σχετικά με το θέμα των «Ταπεινωμένων και Καταφρονεμένων νεκρών» κ. Μποσνάκη θέλει να αποτελέσει τον μαγνήτη, να συγκεντρωθεί όλο το υλικό από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο ή δυνατόν από ανασκαφές που ήταν πεταμένο στις αποθήκες ως ανυπόληπτο και να βρει την αληθινή του αξία. «Γιατί μόνο φωτίζοντας στο περιθώριο μπορούμε να δούμε τι ακριβώς πίστευε μια κοινωνία για τον εαυτό της», σημειώνει.
Ζωή Παρμάκη