* Επαγγελματίες της Λάρισας που δεν γνωρίζουν τι θα πει αργία

Δουλειά και την Πρωτοχρονιά!

Δημοσίευση: 01 Ιαν 2018 22:47

Οι γιορτές για τους περισσότερους είναι ευκαιρία για οικογενειακές και φιλικές συγκεντρώσεις.

Γύρω από ένα τραπέζι μαζεύονται συγγενείς και φίλοι φορώντας τα γιορτινά τους, ανταλλάσσουν δώρα και απολαμβάνουν τον χρόνο που μπορούν να περάσουν με αγαπημένα τους πρόσωπα, επειδή δεν εργάζονται αυτές τις μέρες. Όμως, τις ημέρες που εμείς δεν εργαζόμαστε, υπάρχουν κάποια επαγγέλματα που δουλεύουν περισσότερο. Κάποιοι άνθρωποι κάνουν Πρωτοχρονιά δουλεύοντας και όσο και αν το έχουν συνηθίσει πια, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εκείνες οι στιγμές που τους πονά. Βέβαια, πάντα έχει να κάνει και με τη φύση του επαγγέλματος. Η «ΕτΔ» μίλησε με τρεις επαγγελματίες της Λάρισας που δεν θυμούνται την τελευταία φορά που άλλαξαν χρονιά στο σπίτι με την οικογένειά τους, καθώς το επάγγελμά τους δεν το επιτρέπει.

Ο Νίκος Μπάος είναι τραγουδιστής. Αυτές τις μέρες τραγουδά στο «Φάληρο» και εννοείται ότι τον χρόνο θα τον αλλάξει πάνω στην πίστα, όπως κάνει άλλωστε εδώ και 40 χρόνια. Το έχει συνηθίσει πια, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν του λείπει η ζεστασιά του σπιτιού. «Όσα χρόνια τραγουδώ δεν θυμάμαι να έχω κάνει γιορτές σπίτι μου. Παλιά ίσως με ενοχλούσε περισσότερο. Ήταν και τα παιδιά μου μικρά, ήθελα να είμαι μαζί τους. Μεγαλώνοντας υπήρχαν χρονιές που η οικογένειά μου βρισκόταν σε κάποιο τραπέζι του μαγαζιού που τραγουδούσα και έτσι με κάποιον τρόπο ήμασταν μαζί. Είμαι τυχερός όμως γιατί κάνω μια δουλειά που αγαπώ και απολαμβάνω και εννοείται ότι διασκεδάζω και εγώ μαζί με τον κόσμο. Την ώρα που βρίσκομαι στην πίστα δεν το σκέφτομαι. Η ατμόσφαιρα αυτές τις μέρες είναι εορταστική, ο κόσμος έχει διάθεση και έτσι φτιάχνει και η δική μου διάθεση και γιορτάζουμε όλοι μαζί. Εξάλλου, είναι τέτοια η δουλειά που δεν σου αφήνει περιθώρια για δεύτερες σκέψεις και συναισθήματα. Όταν πιάσεις το μικρόφωνο είσαι εκεί για να κάνεις τον κόσμο να περνά καλά» εξομολογείται.

Ο Νίκος Πιπερίδης είναι ταξιτζής και τις γιορτές τις περνά και εκείνος πίσω από το τιμόνι. Η περίοδος των γιορτών άλλωστε είναι μια εποχή που ο κόσμος χρησιμοποιεί το ταξί ως μεταφορικό μέσο καθώς θα βγει, θα ξενυχτήσει, θα πιει και κάποιος πρέπει να είναι εκεί για τον μεταφέρει. Για τον Νίκο είναι αυτονόητο ότι πρέπει να δουλέψει, όχι όμως και για τα τρία του παιδιά. Η Πασχαλίνα, ο Χρήστος και η Κωνσταντίνα δυσκολεύονται να κατανοήσουν γιατί πρέπει ο μπαμπάς τους να δουλεύει χρονιάρες μέρες. Και εκείνος όμως δυσκολεύεται να τους αποχωριστεί, όμως πρέπει. Η περιγραφή του συγκλονιστική και γεμάτη συναίσθημα

«Μπαμπά, θα βγεις για δουλειά; Μια ερώτηση που έχω συνηθίσει να ακούω. Την ακούω κάθε Παρασκευή και Σάββατο που συνηθίζω να δουλεύω βράδυ. Κι όμως... Όσες φορές και αν την ακούσω η απάντηση δεν είναι εύκολη. Έστω και αν είναι πάντα η ίδια. Ναι, αγάπη μου, θα βγω αλλά όταν ξυπνήσεις το πρωί θα είμαι εδώ. Χρόνια τώρα είναι μια ερώτηση που την έχω ακούσει χιλιάδες φορές. Ξεκίνησε η μεγάλη μου κόρη πριν κάποια χρόνια που δεν ήταν τόσο μεγάλη. Συνέχισε ο γιος. Και τώρα είναι η σειρά της μικρής. Πέντε χρονών. Μπαμπά, θα βγεις για δουλειά; Μα, είναι Πάσχα... Είναι Χριστούγεννα... Είναι Πρωτοχρονιά... Είναι... Σήμερα θα έχει περισσότερη δουλειά. Απαντούσα στον εαυτό μου. Ναι, αγάπη μου, γιατί υπάρχουν πολύ άνθρωποι που θέλουν και αυτοί να πάνε να δούνε τους ανθρώπους που αγαπάνε και πρέπει να τους πάω εγώ. Αλλιώς θα είναι μόνοι τους. Κοιμήσου και όταν ξυπνήσεις το πρωί εγώ θα είμαι εδώ. Απαντούσα στην κόρη μου.

Μα πρέπει να δουλέψω σήμερα; Ρωτάω τον εαυτό μου μπαίνοντας στο ταξί.

 Μήπως να γυρίσω σπίτι; Σταματάω για καφέ. Καλησπέρα με χαμόγελο. Εκατέρωθεν. Τι γίνεται, δουλειά και σήμερα; Ρωτάω. Ε, ναι! Πώς αλλιώς θα έπινες καφέ να βγάλεις τη νύχτα; Μου απαντούν. Σωστό κι αυτό.

 Κύριε Νίκο, θα βρω ταξί μόλις τελειώσει η βάρδιά μου;

Φυσικά, θα βρεις! Εμείς γιατί είμαστε εδώ;

Ξεκινάω. Απέναντι από το γηροκομείο μου σηκώνει το χέρι μια γιαγιά. Έλα, ρε γιαγιά. Πού θέλεις να σε πάω; Μπαίνει μέσα χωρίς να μιλήσει. Μου πιάνει το χέρι από το μπράτσο και με κοιτάει στα μάτια. Μιλάει με ενθουσιασμό αλλά αργά, συλλαβιστά. Θα με πας να κάνω Πρωτοχρονιά με τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Σήμερα δεν θα μείνω στο γηροκομείο. Ρίχνω ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Πάμε γρήγορα γιαγιά, τα εγγόνια σου θα σε περιμένουν!

Μετά ο επόμενος πελάτης. Και μετά ο επόμενος. Και ξανά από την αρχή. Άνθρωποι που δουλεύουν και αυτοί και βιάζονται. Βιάζονται να πάνε να δούνε κι αυτοί τα παιδιά τους. Τους γονείς τους. Τη φίλη τους, το φίλο τους. Τους ανθρώπους που αγαπούν. Καλά που είσαστε και εσείς. Πόσες φορές το άκουσα τέτοιες μέρες. Δεν είμαστε μόνο εμείς! Απαντώ. Υπάρχουν πολύ άνθρωποι που δουλεύουν σήμερα. Και λέγοντας το διαπιστώνω ότι οι μισοί πελάτες είναι εργαζόμενοι που τελειώνοντας τη δουλειά πηγαίνουν στους δικούς τους ανθρώπους. Όλοι με το χαμόγελο. Και ας δούλευαν τέτοια μέρα. Πώς αλλιώς να ήταν άλλωστε. Είναι Πρωτοχρονιά! Ξημερώνει σιγά σιγά. Τελευταίος πελάτης. Μπαίνει στο ταξί. Έχει πιει. Πολύ. Έχει διάθεση για φασαρία. Μου μιλάει απότομα. Μαγκιά λέμε! Έτσι νόμιζε τουλάχιστον. Τον αφήνω χωρίς να απαντώ. Συνεχίζει να είναι χαρακτηριστικά προκλητικός. Όλο και περισσότερο. Κάνω υπομονή πάντα με τους περίεργους πελάτες. Δεν δίνω σημασία. Σήμερα όμως θα απαντήσω. Λίγο πριν φτάσουμε στον προορισμό του σταματάμε σε φανάρι. Συνεχίζει... Γυρνάω και τον κοιτάω και του μιλάω απότομα. Όχι επιθετικά αλλά αυταρχικά. Αδερφέ, ο μόνος λόγος που σε ανέχομαι είναι γιατί κάποιος πρέπει να σε πάει κι εσένα σπίτι. Αν είχες πάρει το αυτοκίνητο μπορεί να είχες πέσει σε κάποιον από αυτούς που μετέφερα όλο το βράδυ και σήμερα να μην μπορούσαν να είναι με τα παιδιά τους.

Καλή χρονιά. Δεν λέει τίποτα το επόμενο λεπτό. Φτάνουμε. Τι χρωστάω; Ρωτάει χαμηλόφωνα. Τίποτα, κερνάει το μαγαζί. Και του χαμογελάω. Ψελλίζει ένα συγγνώμη, αφήνει 50 ευρώ στο κάθισμα και φεύγει. Του φωνάζω να τα πάρει πίσω. Φεύγει χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει. Ξεκινάω για το σπίτι».

Όλα αυτά είναι που τον κάνουν να σκέφτεται ότι είναι μεν οδυνηρό να αποχωρίζεται την οικογένειά του, αλλά από την άλλη η αποζημίωσή του είναι το χαμόγελο εκείνης της γιαγιάς που δεν έμεινε στο γηροκομείο.

Στο καφέ μπαρ που διατηρεί στον Αμπελώνα άλλαξε το χρόνο ο Μπάμπης Εμμανουήλ. Από παιδί γιορτές δεν έκανε στο σπίτι του αλλά στα νυχτομάγαζα. Αρχικά ως σερβιτόρος, μετά ως μπάρμαν και σήμερα ως ιδιοκτήτης μαγαζιού. Ποτέ δεν τον ενόχλησε, ποτέ δεν τον απασχόλησε, άλλωστε όπως λέει και ο ίδιος όταν κάνεις κάτι που αγαπάς δεν βαρυγκομάς. Εξάλλου, διασκεδάζει και εκείνος μαζί με τους πελάτες. Τους περισσότερους τους γνωρίζει, θα μιλήσει μαζί τους, θα πιει και μαζί τους, θα διασκεδάσει και μαζί τους. Ο ερχομός του γιου του πριν λίγα χρόνια άλλαξε το σκηνικό. Τότε σκέφτηκε για πρώτη φορά ότι θα ήθελε να βρίσκεται μαζί του στις γιορτές. Πολλές φορές στη διάρκεια της νύχτας θα τον σκεφτεί, όμως η δουλειά είναι δουλειά. «Ο κόσμος πρέπει να περάσει καλά στις γιορτές. Έχει ανάγκη να διασκεδάσει και εμείς πρέπει να είμαστε σε θέση να το κάνουμε» λέει. Έτσι σκέφτονται οι περισσότεροι που δουλεύουν αυτές τις μέρες. Κάποιοι πρέπει να δουλέψουν, άλλωστε η ζωή δεν γνωρίζει από αργίες.

Της Νατάσας Πολυγένη

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass