Υποδέχεται έναν θρησκευτικό ηγέτη παγκόσμιας ακτινοβολίας και αναγνώρισης. Ταυτόχρονα όμως και έναν ταπεινό κήρυκα της Χριστιανοσύνης.
Και τον τιμά γι΄ αυτό που είναι και –κυρίως- για εκείνο που κάνει.
Ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος δεν έχει ανάγκη προβολής, ούτε ιδιαίτερων συστάσεων. Μιλούν άλλοι για εκείνον, μα προπάντων είναι το έργο του που μιλά γι΄αυτόν. Με αυτή την έννοια αποτελεί τιμή για την πόλη η ομόφωνη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου να τον ανακηρύξει επίτιμο δημότη.
Στην προ μηνός επίσκεψη της αντιπροσωπείας του δήμου στα Τίρανα για να του ανακοινωθεί η απόφαση της πόλης, είχα την ευκαιρία να σταθώ δίπλα στους δημοτικούς άρχοντες και να γνωρίσω τον υψηλό μας επισκέπτη.
Η πρώτη εντύπωση είναι αποκαλυπτική: σε εκπλήσσει με τη διαύγεια του πνεύματος αλλά και τον βαθιά χριστιανικό λόγο του, σε υποτάσσει με τον τόνο και τη χροιά της φωνής του. Είναι αυτός ο λόγος του που σε απευθείας συσχετισμό και με το έργο του, προσδίδουν στον ιεράρχη τον χαρακτηρισμό του σύγχρονου «Αποστόλου», που έχει αναλάβει και διακονεί το μήνυμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του δημιουργού της.
«Μην κρατάτε το Ευαγγέλιο για τον εαυτό σας. Πηγαίνετέ το, διαδώστε το στα έθνη». Αυτό είναι το μήνυμα που καθοδηγεί τον Αναστάσιο. «Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, σημειώνει ο ίδιος, που το πρώτο «όχημα» του Ευαγγελίου ήταν η ελληνική γλώσσα»…
Η Αλβανία έλαχε να είναι ο δικός του κήπος στον οποίο κλήθηκε να φυτέψει τον σπόρο του Ευαγγελίου.
Όχι οποιαδήποτε χώρα, όχι οποιαδήποτε εποχή της ιστορικής της διαδρομής. Αλλά η χώρα εκείνη που, στην ιστορική της διαδρομή, ανακηρύχθηκε στο πρώτο και μοναδικό αθεϊστικό καθεστώς στον κόσμο, λίγο πριν αυτό καταρρεύσει!
Όταν ο Αναστάσιος πήγε εκεί, είχαν περάσει ήδη 23 χρόνια αθεϊσμού και διωγμών. Δεν βρέθηκε λοιπόν σε κήπο αλλά σε ερειπιώνα.
Και μόνο το γεγονός ότι δέχτηκε και ανέλαβε το τιτάνιο έργο, της ανασύστασης και ανασυγκρότησης της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας αμέσως μετά την εκ θεμελίων καταστροφή της, αρκεί για να αντιληφθεί κανείς την πνευματική, πρωτίστως, δύναμη που έχει και ακτινοβολεί ο Αναστάσιος. Σκεφθείτε μόνο ότι ξεκίνησε το –μοναχικό εκείνη την εποχή- έργο του σε ηλικία 62 ετών, χωρίς να γνωρίζει την γλώσσα, με μοναδικό όπλο την τόλμη που πυροδοτεί η πίστη του. Σήμερα στα 88 του χρόνια, αποπνέει την ίδια δύναμη ψυχής, συζητά με το ίδιο πάθος και αγάπη για την Αλβανία και τους ανθρώπους της.
«ΖΩΝΤΑΝΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ»
Πιστός σε μια «ζωντανή» και όχι «μουσειακή» Ορθοδοξία, παραμένει ένας ιεραπόστολος. «Ταξίδεψα, λέει, γιατί πιστεύω ότι ο ελληνικός πολιτισμός έχει οικουμενικότητα γι αυτό και ταξιδεύει. Έτσι καταλαβαίνω περισσότερους και τους άλλους».
Ακόμη και σήμερα που οι σπόροι που πριν 25 χρόνια έσπειρε στην γείτονα χώρα, έχουν αποδώσει καρπούς, έχουν δώσει γερά και πυκνά δέντρα, παραμένει κήρυκας της χριστιανικής μαρτυρίας, πηγαίνοντας ο ίδιος εκεί που πρέπει να τη διακηρύξει, να τη μεταλαμπαδεύσει. Όπως εξηγεί, σήμερα ο μεγάλος κίνδυνος δεν είναι βεβαίως ο διωγμός, παρότι ο αθεϊσμός παραμένει μαχητικός, όσο ο σιωπηλός και αδιάφορος τρόπος ζωής μας, που ενδύεται τον χιτώνα της εκκοσμίκευσης, στην Ευρώπη αλλά και αλλού.
Αλλά αυτά είναι τα σύγχρονα ζητήματα…
Πριν από 23 χρόνια, μια έρημος περίμενε τον Αναστάσιο όταν αναλάμβανε με εντολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου –καθώς δεν υπήρχε Αλβανός επίσκοπος- το έργο της «ανάστασης» της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αλβανία. Δεν ήταν μόνο η διαλυμένη και καθημαγμένη από τους διωγμούς Εκκλησία, αλλά και η μεγάλη καχυποψία και δυσπιστία, ενός καθεστώτος που ακόμη και σήμερα μένει «κουμπωμένο» απέναντι σε θέματα πίστης. Ορισμένοι τον αποκαλούν και σήμερα «κολονέλ». Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι δεν έχει δοθεί ακόμη η αλβανική υπηκοότητα στον Αναστάσιο…
Η Αλβανία μετεωρίζεται μεταξύ ανατολής και δύσης. Την ίδια στιγμή που οι –κωδικοποιημένοι της- νόμοι εφαρμόζονται (το κάπνισμα στους δημόσιους χώρους τηρείται επί ποινή ροπάλου) και το «λάδωμα» …πάει σύννεφο! Θέλει να ενταχθεί στην Ευρώπη, αλλά συνάμα είναι η πιο φιλοαμερικανική χώρα των Βαλκανίων. Λέγεται ότι ουσιαστικά κουμάντο στη χώρα κάνει ο Αμερικανός πρέσβης θυμίζοντας την Ελλάδα του Πιουριφόϊ των αρχών του ΄50. Η ελληνική γλώσσα είναι η δεύτερη πιο διαδεδομένη, ενώ από τα 5 δις. ευρώ του εξωτερικού εμπορικού της ισοζυγίου τα 1,2 δις. αφορούν σε ελληνικές επενδύσεις. Αυστρία, Ιταλία και δυτ. Ευρώπη δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά (εδώ θα συναντήσεις περισσότερες «Μερσεντές» απ΄ όπουδήποτε αλλού στα Βαλκάνια), η Τουρκία «επιχειρεί» θρησκευτικά. Ότι κατάφερε στην Κύπρο με την ισχύ των όπλων, προσπαθεί εδώ με τα τζαμιά και τα σχολεία…
Ότι όμως η Πολιτεία αρνείται στον Αναστάσιο ή δε θέλει να αποδεχτεί η πολιτική του ηγεσία, έχει γίνει κτήμα του απλού λαού. Ο οποίος βλέπει και κρίνει, γεγονός που καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να προσπεράσει. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως, όταν η Αλβανική κυβέρνηση, με σχέδιο Συντάγματος το 1994 επιχείρησε να εκδιώξει τον –νέο, τότε- αρχιεπίσκοπο, αυτό καταψηφίστηκε πρώτα και κύρια από τους ορθοδόξους. Και όχι μόνο τους ελληνικής καταγωγής, αλλά και τους Αλβανούς, τους Σλάβους και άλλους.
Οι Ορθόδοξοι της Αλβανίας δεν αποτελούν πλειοψηφία, αλλά μια ισχυρή μειοψηφία, που υπολογίζεται στο 20%-22% του πληθυσμού. Ένα σώμα όμως ανομοιογενές, καθώς στους κόλπους της βρίσκονται άνθρωποι με διαφορετικές εθνικές καταβολές: Αλβανοί, Έλληνες, Βλάχοι που, άλλοι είναι πιο κοντά στους Έλληνες, άλλοι στους Ρουμάνους, Μαυροβούνιοι, Σκοπιανοί (Σλάβοι). Ο Αναστάσιος, έχτισε την Εκκλησία με ένα και μόνο υλικό: την αγάπη του στο λαό. «Τον πόνεσα, μας είπε, γιατί στερήθηκε το δικαίωμα να πιστεύει, δηλαδή να σκέφτεται και να είναι ελεύθερος». Έτσι πορεύτηκε, μη επιτρέποντας να δημιουργηθούν «φωλιές» με βάση τα εθνικά χαρακτηριστικά του κάθε ορθόδοξου τμήματος της χώρας. «Επέτρεψα στο δάσος αυτό να αναπνεύσουν και να αναπτυχθούν όλα τα δέντρα», σημειώνει.
Αλλά και απέναντι στις άλλες Εκκλησίες, η πολιτική του ήταν εκείνη της συνεννόησης και της ειρηνικής συνύπαρξης. «Πρέπει να έχουμε καλές σχέσεις διότι μόνο με σεβασμό προσεγγίζεις τον άλλο», μας έλεγε για το πώς απέφυγε οποιαδήποτε σύγκρουση, αφού, θρησκευτικά η Αλβανία έχει ορθοδόξους, Καθολικούς, μουσουλμάνους αλλά και «μπεχτασήδες». «Μιλώ για συνύπαρξη και όχι για θρησκευτική ανοχή, καθώς η έννοια αυτή έχει υπεροπτική προσέγγιση», σημειώνει.
Και μπορεί να το διαπιστώσει κανείς αυτό το βράδυ της Ανάστασης, όταν εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανοί συγκεντρώνονται στους πέριξ του καθεδρικού ναού της Αναστάσεως, για να ακούσουν το «Χριστός Ανέστη» από τον μακαριότατο. Η δική του εξήγηση; «Πάντα μου άρεσε να χτίζω γέφυρες», λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια και το γαλήνιο αλλά πειστικό εκείνο τρόπο του ανθρώπου που ξέρει να ηγείται, γνωρίζει τι και πώς να το κάνει.
«Δεν είναι τα κτίρια τα σημαίνοντα», εξηγούσε. «Έτσι, όταν σε κάποιο χωριό μου ζήτησαν να χτίσουμε και δεύτερη εκκλησία, τους είπα: Γιατί δύο; Όχι. Να κάνετε πρώτα δρόμους και υδραγωγείο».
Όπως καταλαβαίνει κανείς ο Αναστάσιος κέρδισε το «στοίχημα» γιατί δεν περιορίστηκε στο να ξαναχτίσει την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, αλλά αναμίχτηκε ενεργά στα θέματα της κοινωνίας, πέρα από εθνολογικές, φυλετικές ή θρησκευτικές διαφορές.
«Δεν είμαι ακτιβιστής, εκφράζω την αγάπη μου με έργα», είναι η απλή όσο και βαθειά χριστιανική εξήγηση που δίνει...
Δημήτρης Χατζηευθυμίου