Εκεί, που μια φερόμενη ως απόπειρα ζωοκλοπής αποτέλεσε την αιτία για να χάσει τη ζωή του ο 23χρονος Διονύσης Δημάκος και να τραυματιστεί ο πατέρας του, κάτοικοι Αμπελακίων. Στο εδώλιο βρέθηκαν πατέρας και γιος από τους Αγίους Αναργύρους με τον πρώτο να κρίνεται ένοχος για ανθρωποκτονία, απόπειρα ανθρωποκτονίας, οπλοφορία και οπλοχρησία, να τιμωρείται με συνολική ποινή κάθειρξης 24 ετών και 8 μηνών φυλάκισης (του αναγνωρίστηκε ελαφρυντικό), ενώ ο γιος του κρίθηκε ομόφωνα αθώος για την πράξη της απλής συνέργειας.
Η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν ασφυκτικά γεμάτη με κατοίκους των Αγίων Αναργύρων να συμπαρίστανται ομαδικά στους κατηγορουμένους, με τον έναν εκ των δύο (τον πατέρα) να ισχυρίζεται κατά βάση πως πυροβόλησε για να «εκφοβίσει» τους Αμπελακιώτες και πως δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει κανέναν.
Από την άλλη ο πατέρας του αδικοχαμένου 23χρονου τόνισε στην κατάθεσή του ότι δεν πήγαν εκεί για να κλέψουν αλλά για να δούνε τη μονάδα. Πιο αναλυτικά:
Πρώτος κατέθεσε ο πατέρας από τα Αμπελάκια που τόνισε: «Ενώ δουλεύαμε στη μία τα ξημερώματα στο μαντρί ο γιος μου άρχισε να διαμαρτύρεται έντονα. Ήθελε να σταματήσει τη δουλειά. Κουράστηκε γενικά. Πήρε το αυτοκίνητο και πρόλαβα να μπω κι εγώ μαζί του. Προσπαθούσα να τον ηρεμήσω όλη την ώρα. Κάπου στη Λάρισα τα κατάφερα. Συμφωνήσαμε για κάποια πράγματα να κάνουμε πιο εύκολη τη δουλειά. Τότε μου λέει να πάμε να δούμε μονάδες. Πήγαμε εκεί γιατί έπαιρνε άχυρο από τη Μεσοράχη».
Για το τι έγινε μόλις έφτασαν εκεί είπε: «στο μαντρί κατεβήκαμε να ουρήσουμε. Τελείωσε αυτός πρώτος και ώσπου να τελειώσω κι εγώ τον είδα να πάει προς το ανοιχτό μαντρί και να φωνάζει μήπως ήταν κάποιος μέσα. Δεν απάντησε κανείς. Το αμάξι το είχαμε στραβά πάνω στο δρόμο. Μπήκε και βγήκε σε ένα λεπτό» φτάνοντας στο διά ταύτα τόνισε «δεν ακούσαμε συναγερμό. Ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε όταν είδαμε το άλλο αμάξι. Σταμάτησε 50 μ. μακριά, προχώρησε λίγο και ξανασταμάτησε. Μπήκαμε στο αμάξι γιατί νομίζαμε πως εμποδίζαμε στον δρόμο. Βγήκε ο γιος μου και τους έκανε νόημα «μισό λεπτό φεύγουμε».
...«Μόλις έβαλα μπρος έφεξαν τα φώτα. Είδα δύο άτομα. Το ένα βγήκε και άρχισε να πυροβολεί συνεχόμενα. Εγώ δεν κατάλαβα και λέω «καλά κροτίδες ρίχνουν;». Ήταν πολλές οι σφαίρες και δεν υπήρξε προειδοποιητική βολή»
...«Κάνω το χέρι μου δίπλα γιατί δεν απαντούσε ο Διονύσης και ήταν μέσα στα αίματα. Κουράγιο τον φώναζα, ζήσε. Στον δρόμο άφριζε το παιδί και του έβγαλα τον σκούφο».
Στο ερώτημα γιατί άφησε το παιδί και έφυγε απάντησε «έτρεξα και πήγα στο Πανεπιστημιακό. Ήταν κλειστό και πήγα στο Γενικό. Εκεί έβαλα το αμάξι μπροστά και κατέβηκα. Το ανέλαβαν οι γιατροί και τότε με φωνάζει ένας πως το αμάξι πρέπει να φύγει από εκεί. Το πήρα αλλά δεν έβρισκα πάρκινγκ. Ήταν η στιγμή που σκέφτηκα να φύγω να πάω να πάρω τη γυναίκα μου. Όταν έφτασα κατάλαβα πως ήμουν τραυματίας. Πήγα και στον μοναχό για να προσευχηθώ, αφήσαμε το παιδάκι μας και μετά ήρθε η αστυνομία».
*ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τη δουλειά είχατε στο μαντρί σας μετά;
*ΔΗΜΑΚΟΣ: Ήμουν θολωμένος. Δεν ήξερα τι έκανα. Φώναζα Διονύση, Διονύση.
Για τις κλεμμένες πινακίδες είπε πως δεν γνώριζε κάτι ενώ κατέληξε: «δεν είχα καμία ανάγκη να κλέψω. Είχα μαγαζί και δύο μονάδες».
Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ
Από την πλευρά του ο πατέρας Κίτσιος είπε ότι αφού ειδοποιήθηκαν από τον συναγερμό (είχε και ήχο και ειδοποίηση στο τηλέφωνο) σηκώθηκε να πάει στο μαντρί. Πήρε το όπλο γιατί «χωρίς αυτό δεν θα πήγαινα τέτοια ώρα καθώς υπάρχουν λύκοι και σκυλιά ενώ μπορεί να ήταν κλέφτες». Στο αμάξι μπήκε και ο γιος του τελευταία στιγμή, όπως ανέφερε.
Όταν έφτασαν εκεί είπε πως είδε «δύο άτομα με φακούς, κουκούλες και όπλα. Φώναζε ο ένας «ψηλά τα χέρια θα σε σκοτώσω». Λέω στον γιο μου να ξαπλώσει και εγώ πήγα από πίσω από το αμάξι. Αυτοί μπήκαν μέσα. Ο οδηγός είχε καραμπίνα. Εγώ πυροβόλησα, αυτοί όχι».
... «Ίσως να φοβήθηκαν και ξεκίνησαν. Εγώ τότε έπεσα στο χαντάκι. Ήμουν σίγουρος πως δεν έκανα κακό».
*ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τους πυροβολήσατε εν κινήσει;
*ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ: Όχι. Θυμάμαι πως έριξα χαμηλά και μπροστά. Μόλις ξεκίνησαν έπεσα στο χαντάκι.
*ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Όχι απλά τους πυροβολήσατε. Τους γαζώσατε. Αν θα θέλετε να τους φοβίσετε θα ρίχνατε μια στον αέρα.
Στη συνέχεια απολογήθηκε ο δεύτερος κατηγορούμενος, γιος Κίτσιος, που είπε: «Μπήκα στο αμάξι χωρίς να γνωρίζω πως έχει όπλο ο πατέρας μου. Είδαμε τους κουκουλοφόρους με τις καραμπίνες. Εγώ σκύβω όπως μου είπε ο πατέρας μου και ενώ ακούω τις απειλές ακούω και πυροβολισμούς».
Για το τι σκεφτόταν εκείνη την ώρα είπε «μόνο τα παιδιά μου. Έκανα τον σταυρό μου να τα ξαναδώ».
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γιατί δεν ειδοποιήσατε την αστυνομία;
2ος ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ: Γιατί ήμουν σίγουρος πως δεν χτύπησα κανέναν και γιατί τις άλλες φορές που μας έκλεψαν δεν έγινε τίποτα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κάνατε καμία ενέργεια προς την οικογένεια του θύματος;
2ος ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ: Όχι, αλλά λυπηθήκαμε σαν οικογένεια.
*Δύο άνδρες της ασφάλειας του Νοσοκομείου καταθέτοντας κατέστησαν σαφές πως σε καμία περίπτωση ο πατέρας από τα Αμπελάκια «δεν τον άφησε και έφυγε» τον γιο του, αλλά αφού τον παρέλαβαν οι γιατροί τον ειδοποίησαν να πάρει το αμάξι από μπροστά από τα επείγοντα.
**Κατέθεσε και ο άλλος γιος του κατηγορουμένου, ενώ και δύο μάρτυρες υπεράσπισης.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΡΑΣΤΗ
«Δεν κατάλαβε τι είχε γίνει»
Στο γεγονός πως ο δράστης δεν είχε καταλάβει, μα ούτε και γνώριζε τι είχε γίνει από τους πυροβολισμούς και μετά, στάθηκε ο αστυνομικός που κατέθεσε για την υπόθεση. Συγκεκριμένα είπε μεταξύ άλλων: «Προσπαθούσαμε να βγάλουμε άκρη για τα στοιχεία του γιου Δημάκου. Κάποιος συνάδελφος κατάλαβε πως είναι από τα Αμπελάκια και πήγαμε να ερευνήσουμε εκεί και τον βρήκαμε».
Σχετικά με τους ασύρματους που βρήκαν εκεί διαβεβαίωσε πως οι κυνηγοί αγριογούρουνων χρησιμοποιούν τέτοιους, ενώ για τη συχνότητα είπε- χωρίς να είναι απόλυτα σίγουρος- ότι «δεν ήταν στη συχνότητα της αστυνομίας».
Στάθηκε στο ότι τους παραξένεψε το ότι ο πατέρας «άφησε το παιδί και έφυγε» και είπε πως σκέφτηκαν ότι «κάτι παράνομο γίνεται εδώ».
Μιλώντας για το Full Face ανέφερε: «Βρέθηκε πεταμένο σε μια μαύρη σακούλα. Έχω την εντύπωση πως ήταν φορεμένο ή μισοφορεμένο»
Για τους κατηγορούμενος είπε: «Ψάχναμε ένα λευκό βαν και μόλις το εντοπίσαμε το σούρουπο ρωτήσαμε τον πατέρα. Έδειχνε πως δεν κατάλαβε τι είχε γίνει. Ήταν σε ήρεμη κατάσταση. Είπε αυθόρμητα πως πυροβόλησαν το πρωί. Φάνηκε πως δεν είχε να κρύψει κάτι. Νόμιζε πως δεν είχε γίνει κάτι κακό. Εμείς του το είπαμε πως χτύπησε κάποιον. Έμεινε έκπληκτος. Πιστεύω πως η εικόνα του ήταν πραγματική».
Για την εικόνα του αυτοκινήτου: «Έδειχνε σα να είχε γίνει ανταλλαγή πυροβολισμών»
Για τις σφαίρες Hollopoint (στις οποίες στάθηκε ιδιαίτερα η πολιτική αγωγή) διευκρίνισε ότι «κάνουν μεγαλύτερη ζημιά καθώς έχουν μεγάλη διασπορά».
ΤΙ ΕΙΠΕ Η ΣΥΖΥΓΟΣ ΤΟΥ ΔΡΑΣΤΗ
Ο σπαραγμός της μάνας και τα δάκρυα της μητριάς
Τραγική φιγούρα της διαδικασίας ήταν η μάνα του αδικοχαμένου παιδιού. Λύγισε λέγοντας «χάθηκε ένα αγόρι φιλότιμο, εργατικό και αγαπητό. Κοινωνικό και το αγαπούσε όλο το χωριό. Είχε τόσα όνειρα και πάει χαμένο. Τόσο καλόψυχο». Ερωτώμενη για τους λόγους που βρέθηκε εκεί απάντησε πως δεν ξέρει ξεκαθαρίζοντας πως δεν είχε ανάγκη να κλέψει όταν είχε τέτοια επιχείρηση.
Καταθέτοντας με δάκρυα στα μάτια η σύζυγος Δημάκου (και μητριά του θανόντος) από τα Αμπελάκια είπε μεταξύ άλλων: «Σηκώθηκα και είδα αίματα παντού. Ο άντρας μου μπήκε μέσα και φώναζε πως μας πυροβόλησαν. Μου είπε να ντυθώ για να φύγουμε. Ζήτησε να πάει να βρει τον μοναχό. Κατεβήκαμε στα Τέμπη που συνηθίζει να κοιμάται σε ένα αμάξι αλλά δεν ήταν εκεί. Γυρίσαμε πίσω στα Αμπελάκια γιατί είχα και ένα μικρό παιδί. Ο άντρας μου συνέχιζε να φωνάζει «θα χάσω το παιδί μου. Άδικα το σκότωσαν».
Για το πώς μπορεί ένας νέος που κουράστηκε από τη δουλειά να ζητάει να δει ξημερώματα μια άλλη μονάδα είπε «Ήταν ένα νέο παιδί που τον έπιανε καμιά φορά το παράπονο. Τα ζώα τα αγαπούσε. Τα θεωρούσε δική του επιχείρηση».
Από την πλευρά της η γυναίκα του πρώτου και μητέρα του δεύτερου κατηγορούμενου τόνισε: «Το μαντρί είχε συναγερμό ηχητικό και με ειδοποίηση στο τηλέφωνο. Εμείς με τον άλλο γιο μου πήγαμε αμέσως μετά και διασταυρωθήκαμε με το αμάξι το Ναβάρα που έτρεχε πολύ. Πήγαμε εκεί και είδαμε την πόρτα παραβιασμένη. Ο άνδρας μου έριξε την ώρα που αυτοί φεύγανε» ενώ για τις επόμενες στιγμές υπογράμμισε ότι «ήταν σίγουρος πως δεν χτύπησε κανέναν» για να καταλήξει «είμαστε φτωχοί. Δεν πειράξαμε ποτέ κανέναν και ήμασταν πάντα ευτυχισμένοι με τα παιδιά μας και με τα εγγόνια μας».
Του Κώστα Γκιάστα