«Δείξτε και σε μας βρε παιδιά», τους πλησιάζουμε και γελάνε αμήχανα. Ο φωτογράφος κάνει δουλειά και αυτοί συνεχίζουν «Να έτσι» λένε και φέρονται φυσιολογικά.
Ψάρεμα στον Πηνειό, στην καρδιά της πόλης εκεί που πιστεύαμε πως μόνο οι ηλικιωμένοι το κάνουν ως άνθρωποι μιας άλλης γενιάς. Θαρρούμε πως η συγκεκριμένη γενιά κυνηγάει μόνο Πόκεμον με το κινητό τους, αλλά να που δύο νεαροί πάνε κόντρα στο ρεύμα και αποδεικνύουν πως δεν είναι όλοι τόσο εξαρτημένοι από την οθόνη ενός έξυπνου τηλεφώνου και μιας εφαρμογής.
Η κουβέντα έχει απ’ όλα μα όσο μιλάμε, βγαίνουν και τα ψάρια... Ο ένας αφήνει το καλάμι του και τρέχει να πιάσει ένα σκοινί που έχει ριγμένο μέσα. Τραβάει, τραβάει και κάτι βγάζει. Ένα καλάθι σαν παγίδα που έχει μέσα ψάρια... Το χαμόγελο και των δύο μεγάλο. Ικανοποίηση γαρ.
«Α, είναι κιούρτος. Βρε τους μπαγάσες» να και ένας ηλικιωμένος που έρχεται στην παρέα. Σβήνει το τσιγάρο και ζυγώνει να δει. Καθώς το περιεργάζεται μας εξηγεί «Είναι πολύ διαδεδομένο τόσο στις ελληνικές όσο και στις κυπριακές θάλασσες. Εγκυκλοπαιδικά, ο κιούρτος στην Κύπρο λέγεται και Σκαρκά. Το όνομα αυτό προήλθε λόγω του ότι στην Κύπρο χρησιμοποιούσαν κιούρτους για να παγιδεύουν μεγάλους Σκάρους. Πρόκειται για ένα τεμπέλικο ψάρεμα, αφού δεν χρειάζεται εξειδικευμένη διαδικασία ούτε κόπος για το ρίξιμο ενός κιούρτου».
Σηκώνεται και ανάβει νέο τσιγάρο. Έχει το βλέμμα του ψαρά κι αυτός. Ξέρει και μας λέει πως «ένας κιούρτος για να δουλέψει καλά και να φέρει θετικά αποτελέσματα θα πρέπει να σκιουριάνει πρώτα. Με την πρώτη αγορά του δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί άμεσα, αλλά θα πρέπει να τον βυθίσουμε για 5-6 μέρες σε θαλασσινό νερό ώστε το πλέγμα του να αρχίσει να σκουριάζει. Για να φέρει θετικά αποτελέσματα είναι απαραίτητο να δολωθεί σωστά, με τέτοιον τρόπο ώστε το ψάρι να μην μπορεί να τρώει από τα εξωτερικά του κιούρτου, αλλά να το δελεάσουμε να μπει προς το εσωτερικό του και έτσι να το παγιδεύσουμε. Ο κιούρτος μπορεί να δολωθεί τοποθετώντας δόλωμα στον πυθμένα του, όπως λέμε «να τον στολίσουμε». Ένα άριστο δόλωμα που προσελκύει τα ψάρια είναι η γλυστρίδα. Άλλα δολώματα μπορεί να είναι σπασμένοι αχινοί μέσα σε τούλι, μύδια, ψωμοτύρι, λιωμένα ψάρια όπως ρέγγες, σαφρίδια, ακόμη και έτοιμη μαλάγρα».
Οι πιτσιρικάδες τα ακούν όλα αυτά και κοιτιούνται μεταξύ τους. «Τι μας λένε τώρα οι μεγάλοι;» σαν να αναρωτιούνται. Εμείς το κέφι μας κάνουμε. Και μάλιστα το κάνουν πολύ καλά.
Πιάνουμε να φύγουμε και ο κύριος μας ακολουθεί. Θέλει να πει πράγματα. Πόσο μάλιστα όταν συστηνόμαστε. «Πάντα ο ποταμός ήταν μια ευχάριστη ασχολία για εμάς. Ειδικά τα παλιά χρόνια ο κόσμος ερχόταν ακόμα και για μπάνιο. Το ψάρεμα ήταν μια συχνή ασχολία για πολύ κόσμο. Κάποτε με δίχτυα άλλες φορές με καλάμια και δόλωμα όπως σκουλήκια ακόμα και καλαμπόκι. Γουλιανός να δει το μάτι σου. Πολλά κιλά αλλά και άλλα ψάρια, κυπρίνοι, σύρτια, λαυράκια, κεφαλόπουλα, χέλια, πεταλούδες και φυσικά καραβίδες, καβούρια». Φυσάει και θυμάται με νοσταλγία καθώς ανεβαίνουμε τις σκάλες της γέφυρας.
Οι πιτσιρικάδες -ψαράδες, φαίνονται ακόμα από ψηλά να συνεχίζουν να δολώνουν και να ψαρεύουν.
Με το που μπαίνουμε στη Βενιζέλου, πιάνουμε τον νέο πεζόδρομο. Μπροστά μας δύο άλλοι νεαροί, λίγο πιο μεγάλοι από τους προηγούμενους. Περπατάνε και έχουν σκυμμένο τον αυχένα τους, μαγνητισμένοι από το κινητό τους. Τσιμπημένοι για τα καλά από το δόλωμά τους για να απαγκιστρωθούν θέλει δουλειά πολλή.