Η «Ε» έχει στα χέρια της το πόρισμα των 46 σελίδων του Ορκωτού Λογιστή που έκανε την αποτίμηση της αγοράς ομολόγων ύψους 21 εκ. ευρώ περίπου από τη Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης- Αποχέτευσης Λάρισας την περίοδο 2009-2010. Το πόρισμα (συνοδεύεται και από σειρά επισυναπτόμενων εγγράφων, κυρίως αποφάσεων πρακτικών του ΔΣ της ΔΕΥΑΛ, αλλά και του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Λαρισαίων), έχει τον χαρακτήρα «εμπιστευτικό» και υποβλήθηκε στο ΔΣ της ΔΕΥΑΛ στις 19 του περασμένου Μαρτίου.
Όπως αναφέρει ο συντάκτης της έκθεσης, διενεργήθηκε έλεγχος διαχείρισης των ταμειακών διαθεσίμων των χρήσεων των ετών 2009 έως 2014, με στοιχεία που παρέδωσε η ΔΕΥΑΛ τα οποία ο ελεγκτής και οι συνεργαζόμενοι με αυτόν ορκωτοί λογιστές, δέχτηκαν ως αληθή. Δεν πρόκειται για «πλήρη, διαχειριστικό δηλαδή έλεγχο», ούτε ελέγχθηκε η σκοπιμότητα ή η νομιμότητα των διενεργούμενων πράξεων, αλλά μόνο η διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά την επένδυση μέρους των διαθεσίμων της ΔΕΥΑΛ για την αγορά ομολόγων, κυρίως του Ελληνικού Δημοσίου (έχουν επενδυθεί και σε ομόλογα του Αγγλικού Δημοσίου).
Καταρχήν ας δούμε τη συγκεκριμένη πράξη επένδυσης: Μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να πει κάποιος ότι είναι πολλά τα χρήματα που τοποθετήθηκαν σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου. Το πρώτο ερώτημα λοιπόν: τι ποσοστό επί των ταμειακών διαθεσίμων αφορά η επένδυση αυτή των 21 εκ. ευρώ; Υπολογίζεται –σύμφωνα με έγκυρη πληροφόρηση- ότι είναι κοντά στο 50%. Αν και το ποσοστό φαντάζει υψηλό, κάλλιστα μπορεί να αντιτείνει κανείς ότι εφόσον η ΔΕΥΑΛ είναι μια ακμαία επιχείρηση με υψηλά διαθέσιμα, τότε δεν τίθεται πρόβλημα ρευστότητας.
Γιατί όμως σε ελληνικά ομόλογα; Το επιχείρημα εκείνων που πήραν την απόφαση είναι ότι την περίοδο εκείνη οι αποδόσεις των τραπεζικών καταθέσεων ήταν πολύ μικρές και για αυτό αποφασίστηκε η αγορά ομολόγων. Αυτό είναι σωστό, αν και δεν προκύπτει από πουθενά ότι έγινε κάποια έρευνα αγοράς από σύμβουλο-γνώστη του αντικειμένου, ούτε βεβαίως κάποια μελέτη ή ανάλυση των χρηματοοικονομικών δεδομένων της εποχής ήρθε προς συζήτηση στο ΔΣ της ΔΕΥΑΛ.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι τη συγκεκριμένη περίοδο τα ελληνικά ομόλογα θεωρούνταν μια «ασφαλής επένδυση». Βεβαίως υπάρχουν κι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι το 2009, ήταν ήδη ορατά τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και επομένως ένα πιο έμπειρο μάτι θα διέβλεπε τους κινδύνους και σίγουρα θα πρότεινε μεγαλύτερη διασπορά του επενδυτικού κεφαλαίου.
Εδώ βεβαίως έρχεται και το μείζον θέμα της μη λήψης απόφασης από το Δ.Σ. της ΔΕΥΑΛ. Το επιχείρημα που έχει διατυπωθεί και στο παρελθόν είναι ότι αυτό δεν χρειαζόταν, ωστόσο... τα λεφτά είναι πάρα πολλά, ώστε να αντέχει στο δημόσιο διάλογο. Και βεβαίως δεν συνιστά «εντολή διαχείρισης διαθεσίμων ή αγοράς ομολόγων» η απλή και τυπική εξουσιοδότηση σε διοικητικά στελέχη της ΔΕΥΑΛ να προβαίνουν σε αναλήψεις ή καταθέσεις για λογαριασμό της επιχείρησης. Εδώ τίθεται ένα ερώτημα αν και η Τράπεζα θα έπρεπε να ζητήσει αντίγραφο της απόφασης του ΔΣ της ΔΕΥΑΛ.
Επιπρόσθετα, ζήτημα αποτελεί και ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνονται λογιστικά οι τόκοι και οι ζημίες στους ισολογισμούς της επιχείρησης. Η επίκληση ότι οι ισολογισμοί εγκρίνονταν από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, προσκρούει στο επιχείρημα ότι έως και το PSI εμφανίζεται απλά η ονομαστική αξία των ομολόγων...
Πέρα όμως των παραπάνω, υπάρχει η πολιτική και κοινωνική διάσταση που αρκετοί έχουν θίξει, τώρα αλλά και στο παρελθόν:
Η ΔΕΥΑΛ είναι μια επιχείρηση κοινής ωφέλειας που χρηματοδοτείται κυρίως από τους Λαρισαίους καταναλωτές. Στο καταστατικό της περιγράφονται οι σκοποί της και το έργο ανταποδοτικού χαρακτήρα.
Αυτό που ο μέσος πολίτης διερωτάται είναι το εξής: Σήμερα γίνονται στην πόλη εργασίες αλλαγής του δικτύου ύδρευσης εκεί όπου υφίσταται ακόμη με αμίαντο. Ένα δίκτυο ηλικίας πολλών δεκαετιών. Αντί λοιπόν τα χρήματα της ΔΕΥΑΛ να επενδύονται σε τέτοια έργα, κάποιοι αναζητούσαν τον δρόμο του τοκισμού και της υπερ-απόδοσης μέσω επενδυτικών κινήσεων και όχι παρεμβάσεων κοινωνικού χαρακτήρα.
Το αποτέλεσμα της επιλογής αν μη τι άλλο δεν τους δικαιώνει.
Δ.Χατζ.