Του Δημήτρη Βάλλα
Χωρίς δικηγόρο πάνε τις περισσότερες φορές στα δικαστήρια πολλοί Λαρισαίοι καθώς λόγω της οικονομικής κρίσης δεν διαθέτουν τα χρήματα που χρειάζονται για να πληρώσουν τα δικαστικά έξοδα που απατούνται για τις υποθέσεις τους.
Το γεγονός που καταδεικνύει την ένδεια και την αδυναμία που υπάρχει στους συμπολίτες μας έχει να κάνει και με τη σοβαρότητα των υποθέσεων καθώς χωρίς δικηγόρο δεν εμφανίζονται μόνο για πλημμελήματα, αλλά και για κακουργήματα όπου οι ποινές ξεκινούν από μερικά χρόνια και μπορεί να φθάσουν μέχρι και την ισόβια κάθειρξη…
Τα ποσοστά ιδιαίτερα στις υποθέσεις που θεωρούνται κακουργήματα ξεπερνούν ακόμα και το 50% και έχουν συνεχώς αυξητική τάση!
Την όλη κατάσταση που επικρατεί μας περιγράφει μιλώντας στην «Ε» ο γενικός γραμματέας του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας κ. Αντώνης Γραβάνης …
«Πράγματι, θα μας πει, αυξήθηκαν τα τελευταία χρόνια της κρίσης οι συμπολίτες μας που προσέρχονται στα δικαστήρια χωρίς συνήγορο υπεράσπισης.
Στα πλημμελήματα, που πλέον έχουν γίνει ποινικά , και αφορούν κυρίως επιταγές, χρέη στο Δημόσιο, ασφαλιστικούς φορείς κ.λπ, οι περισσότεροι κατηγορούμενοι προσέρχονται μόνοι τους .
Πρόκειται για δίκες που ανακυκλώνονται συνέχεια και εδώ το δικαστήριο δεν ορίζει δικηγόρο.
Πρόκειται για δίκες που απαιτούν την πληρωμή ενός γραμματίου προείσπραξης (σ.σ.: παράβολο το λένε πολλοί) της τάξεως των 100 έως 220 ευρώ.
Ακόμα και με αυτό το ποσό θα μπορούσαν να έχουν εκπροσώπηση δικηγόρου, όμως ούτε αυτά τα χρήματα διαθέτουν.
Τα πράγματα, συνεχίζει ο κ. Γραβάνης, γίνονται ακόμα πιο σοβαρά στα κακουργήματα και στο Εφετείο, όπου οι ποινές είναι βαριές.
Εδώ βέβαια το δικαστήριο πάντα όριζε αυτεπάγγελτα συνήγορο υπεράσπισης επιλέγοντας από τη σχετική λίστα του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας. Εδώ το κόστος αντιστοιχεί σε γραμμάτια προείσπραξης από 700 έως 2.500 ευρώ.
Ενώ παλιά ήταν σπάνιες αυτές οι περιπτώσεις , τώρα πάνω από το 50% των κατηγορούμενων εμφανίζονται χωρίς συνήγορο».
Ο κ. Γραβάνης θα μας αναφέρει ακόμα ότι από το 2004 έχει καθιερωθεί και στην Ελλάδα η λεγόμενη Νομική Βοήθεια (Legal Aid) που αφορά πολίτες μονίμους κατοίκους της Ελλάδος που έχουν χαμηλά εισοδήματα της τάξεως των 6.000 περίπου ευρώ ετησίως, ενώ εδώ και τρία χρόνια τώρα έχει καθιερωθεί και μια άλλη μορφή νομικής βοήθειας προς νέους πολίτες που υποστηρίζεται από τη Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς και στην οποία συμμετέχουν μάλιστα κυρίως νέοι δικηγόροι.
Η ΔΩΡΕΑΝ ΝΟΜΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ
Αξίζει να αναφερθεί ότι το νομικό πλαίσιο που διέπει τη δωρεάν παροχή νομικής βοήθειας διέπεται από τον νόμο 3226/2004.
Με βάση αυτό τον νόμο, οι πολίτες χαμηλού εισοδήματος δικαιούνται την παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας σε υποθέσεις ποινικής ,αστικής και εμπορικής φύσης.
Τη δικαιούνται οι Έλληνες πολίτες, οι πολίτες της ΕΕ, όσο και οι πολίτες τρίτου κράτους υπό την προϋπόθεση ότι έχουν νόμιμη κατοικία ή συνήθη διαμονή στην Ελλάδα.
Οι προϋποθέσεις έχουν ως εξής:
To ύψος του προαπαιτούμενου εισοδήματος πρέπει να κυμαίνεται από 5.800- 7.000 ευρώ.
Η αίτηση του δικαιούχου θα πρέπει να αναφέρει:
α) Τα στοιχεία του δικαιούχου
β) Περιληπτικά, το αντικείμενο της δίκης ή της δικαστικής ενέργειας για την οποία ο πολίτης υποβάλλει την αίτηση για παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας.
Ακόμα χρειάζονται :
1. Αντίγραφο φορολογικής δήλωσης (ή βεβαίωση του αρμόδιου Εφόρου ότι δεν υποχρεούται σε υποβολή δήλωσης, ή αντίγραφο δήλωσης περιουσιακής κατάστασης ή αντίγραφο εκκαθαριστικού σημειώματος ή βεβαιώσεις υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας ή ένορκες βεβαιώσεις)
2. Α.Φ.Μ.
3. Αποδεικτικό κατοικίας ή διαμονής (π.χ. λογαριασμός ΔΕΗ ή λογαριασμός σταθερού τηλεφώνου)
Η Γραμματεία του εκάστοτε Πρωτοδικείου μπορεί να βοηθήσει τον κάθε ενδιαφερόμενο πολίτη προκειμένου να ετοιμάσει τη σχετική αίτηση.
Οι προϋποθέσεις για την παροχή δωρεάν νομικής διαφοράς ενίοτε διαφέρουν, οπότε συνίσταται η προηγούμενη επικοινωνία με το αρμόδιο Πρωτοδικείο ώστε να εξασφαλισθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου και ότι η συμπλήρωση της αίτησης έχει γίνει με τον ορθό τρόπο.
Ενδεικτικά στα κυριότερα σχετικά σημεία του νόμου αναφέρεται:
* Δικαιούχοι νομικής βοήθειας είναι οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δικαιούχοι είναι, επίσης, οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες τρίτου κράτους και ανιθαγενείς, εφόσον έχουν, νομίμως, κατοικία ή συνήθη διαμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
* Πολίτες χαμηλού εισοδήματος, δικαιούχοι νομικής βοήθειας, είναι εκείνοι των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Σε περίπτωση ενδοοικογενειακής διαφοράς ή διένεξης, δεν λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα εκείνου με τον οποίο υπάρχει η διαφορά ή διένεξη.
* Η αίτηση και τα δικαιολογητικά υποβάλλονται δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δίκη ή την πράξη για την οποία ζητείται η παροχή νομικής βοήθειας. Η προθεσμία μπορεί να συντμηθεί σε περίπτωση μεταγενέστερης κλήτευσης. Η διαδικασία διεξάγεται ατελώς και δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο.
* Για την παραδοχή της αίτησης αρκεί πιθανολόγηση. Ο αρμόδιος για την εξέταση της δικαστής μπορεί να εξετάσει μάρτυρες, καθώς και τον αιτούντα, με όρκο ή χωρίς όρκο, να συγκεντρώσει κάθε αναγκαία πληροφορία και στοιχείο και να διατάξει την κλήτευση του αντιδίκου.
* Η αποδοχή ή απόρριψη της αίτησης πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών περιστατικών. Συμπληρωματική αίτηση επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση.
Σε περίπτωση διορισμού δικηγόρου, η επιλογή γίνεται βάσει καταστάσεως που καταρτίζει ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος. Κάθε Δικηγορικός Σύλλογος συντάσσει μηνιαία κατάσταση των δικηγόρων υπηρεσίας του επόμενου μήνα, ξεχωριστά για ποινικές υποθέσεις και για υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, και την αποστέλλει στο οικείο Δικαστήριο. Παράλληλα, συντάσσει και αποστέλλει ημερήσια κατάσταση με ικανό αριθμό δικηγόρων για την παροχή νομικής βοήθειας στην ανάκριση και στην εκδίκαση κακουργημάτων και αυτόφωρων πλημμελημάτων. Διαγράφεται από τον πίνακα και δεν μπορεί να γραφεί στο μέλλον δικηγόρος που αρνήθηκε να αναλάβει ή εγκατέλειψε το έργο της υπεράσπισης χωρίς σπουδαίο λόγο, κατά την κρίση του δικαστή ή του προέδρου που διευθύνει το δικαστήριο. Οι τελευταίοι συντάσσουν έκθεση που αποστέλλεται στον Δικηγορικό Σύλλογο.