Επί είκοσι χρόνια, χιλιάδες άνθρωποι που έπασχαν από αιμορροφιλία ή υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση, μολύνθηκαν από τους ιούς της ηπατίτιδας C και του HIV από το αίμα που τους μεταγγίστηκε. «Το εύρος αυτού που συνέβη είναι τρομακτικό», σχολίασε στην έκθεση των 2.500 σελίδων ο πρώην δικαστής, Μπράιαν Λάνγκσταφ, στον οποίο ανατέθηκε το 2018 η διεξαγωγή αυτής της τεράστιας δημόσιας έρευνας. Χρειάστηκαν επτά χρόνια, καταθέσεις από χιλιάδες μάρτυρες και η μελέτη δεκάδων χιλιάδων εγγράφων, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αλήθεια «αποσιωπήθηκε επί δεκαετίες» και ότι το σκάνδαλο «θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί». «Αυτή η καταστροφή δεν ήταν τυχαία. Οι μολύνσεις συνέβησαν, επειδή οι αρμόδιοι –οι γιατροί, οι υπηρεσίες διαχείρισης του αίματος και οι διαδοχικές κυβερνήσεις– δεν έδωσαν προτεραιότητα στην ασφάλεια των ασθενών», τόνισε ο Μπράιαν Λάνγκσταφ στην ανακοίνωσή του. Λόγω έλλειψης αίματος, το δημόσιο σύστημα υγείας της Βρετανίας, το NHS, στράφηκε σε Αμερικανούς προμηθευτές, οι οποίοι πλήρωναν τους αιμοδότες – μεταξύ αυτών ήταν κρατούμενοι σε φυλακές και μέλη άλλων ομάδων υψηλού κινδύνου. «Η αντίδραση των Αρχών απλώς επιδείνωσε την οδύνη των θυμάτων», πρόσθεσε ο δικαστής. Ο πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ αναμένεται ότι θα μιλήσει στο Κοινοβούλιο για το σκάνδαλο αυτό.