Ειδικότερα, μόνο το 2020 και το 2021, η Covid επέφερε την απώλεια 336,8 εκατομμυρίων ετών ζωής στον κόσμο, σύμφωνα με τον οργανισμό.
«Είναι σαν να χάθηκαν 22 χρόνια ζωής με κάθε υπερβάλλοντα θάνατο», δήλωσε στους δημοσιογράφους η Σαμίρα Ασμά, υποδιευθύντρια του ΠΟΥ για τα δεδομένα και τις αναλύσεις. Ο υπολογισμός αυτός βασίζεται στα δεδομένα που ήταν διαθέσιμα το 2022.
Έκτοτε ο αριθμός των νεκρών συνέχισε να ανεβαίνει, έστω και με πιο αργό ρυθμό. Ο ΠΟΥ χαμήλωσε το επίπεδο του υγειονομικού συναγερμού που είχε κηρύξει, προειδοποιώντας πάντως πως η Covid δεν έχει ωστόσο εξαφανισθεί.
Ο επίσημος απολογισμός των θανάτων που αποδίδονται σ’ αυτή την ασθένεια, ο οποίος επικαιροποιείται τακτικά από τον ΠΟΥ, ήταν στις 17 Μαΐου 6,9 εκατομμύρια άνθρωποι.
Όμως πολυάριθμες χώρες δεν έχουν παράσχει αξιόπιστα δεδομένα στον ΠΟΥ, ο οποίος εκτιμά πως η πανδημία έχει στοιχίσει τη ζωή σε σχεδόν τριπλάσιους ανθρώπους μέσα σε διάστημα τριών ετών - τουλάχιστον 20 εκατομμύρια νεκροί.
Ο οργανισμός βασίζεται για τον αριθμό αυτό στον υπολογισμό της υπερβάλλουσας θνησιμότητας, η οποία ορίζεται ως η διαφορά ανάμεσα στον αριθμό των πραγματικών θανάτων και τον κατ’ εκτίμηση αριθμό των θανάτων που θα καταγράφονταν αν δεν υπήρχε η πανδημία.
Σ’ αυτά τα 20 εκατομμύρια περιλαμβάνονται οι θάνατοι που οφείλονται απ’ ευθείας στην Covid, αλλά επίσης οι θάνατοι που συνδέονται με τον αντίκτυπο της πανδημίας στα συστήματα υγείας.
Στη σημερινή έκθεση υπογραμμίζεται πως «σημαντικές ανισότητες βρίσκονται πίσω από την κατανομή των κρουσμάτων και των θανάτων της Covid-19, καθώς και την πρόσβαση στους εμβολιασμούς».
Ο ΠΟΥ προειδοποίησε επίσης πως η πανδημία έχει συμβάλει στο να εκτροχιασθούν πολυάριθμοι δείκτες που συνδέονται με την υγεία και εδώ και χρόνια βελτιώνονταν.
Στη διάρκεια των δύο πρώτων δεκαετιών του αιώνα, ο κόσμος γνώρισε σημαντικές βελτιώσεις της μητρικής και της βρεφικής υγείας, με τους θανάτους να μειώνονται κατά ένα τρίτο και κατά το ήμισυ αντιστοίχως, σύμφωνα με την έκθεση. Η επίπτωση των λοιμωδών νόσων, όπως το AIDS, η φυματίωση και η ελονοσία, μειώθηκε επίσης σημαντικά, όπως και ο κίνδυνος πρόωρων θανάτων που οφείλονται σε μη μεταδοτικές νόσους.