Του Δημ. Χατζηευθυμίου
Η περίπτωση του προφυλακισθέντα για υποθέσεις τρομοκρατίας Κώστα Σακκά, ο οποίος, αφέθη ελεύθερος μετά από απεργία πείνας 38 ημερών, είναι μία ακόμη από τις κάθε άλλο παρά σπάνιες στη χώρα μας περιπτώσεις, κατά τις οποίες έγκλειστοι, υπόδικοι και κατηγορούμενοι, καταφεύγουν σ’ αυτή τη μορφή αντίστασης και διαμαρτυρίας.
Η απεργία πείνας είναι μια πολιτική εκδήλωση διαμαρτυρίας, μια «απόπειρα αργής αυτοκτονίας», η οποία έχει ένα διττό στόχο: ο απεργός καταγγέλλει με την πράξη του τον αυταρχισμό της εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να «μιλήσει» με την ευαισθησία των πολιτών, «σπάζοντας» την αδιαφορία της κοινής γνώμης.
Ως εκ τούτου για να έχει αποτέλεσμα η απεργία πείνας δεν προϋποθέτει μόνον ένα δυναμικό και αποφασισμένο, οπωσδήποτε πολιτικοποιημένο, χαρακτήρα, αλλά και κάτι πολύ πιο πρακτικό: δημοσιότητα. Πολλές απεργίες πείνας, παρότι είχαν θύματα, δεν επέφεραν αποτελέσματα ακριβώς διότι δεν έτυχαν δημοσιότητας και –μέσω αυτής- την ευαισθητοποίηση ακόμη και κινητοποίηση της κοινής γνώμης.
Η χώρα μας διαθέτει πλούσια ιστορία και πάμπολλες περιπτώσεις τέτοιων διαμαρτυριών, οι περισσότερες των οποίων έχουν μια κοινή συνισταμένη: το σωφρονιστικό μας σύστημα και τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα των κρατουμένων.
Βεβαίως, πολλές από τις απεργίες πείνας, δεν αφορούσαν σε ποινικούς, αλλά πολιτικούς κρατούμενους, όπου επίσης η Ελλάδα διαθέτει πλούσια εμπειρία. Από τις δεκαετίες του μεσοπολέμου και τους πολιτικούς κρατούμενους των δικτατορικών καθεστώτων ή απλά των διώξεων για πολιτικούς λόγους, έως το μετεμφυλιακό κράτος, τη χούντα των Συνταγματαρχών, η πολιτική δράση συχνά «τιμωρούνταν» με εγκλεισμό ή εξοβελισμό, όπου η καταπάτηση των ατομικών ελευθεριών αποτελούσε βασική αν όχι την κύρια μορφή «ποινής».
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης η απεργία πείνας αποτέλεσε «όπλο» για κατηγορούμενους και συλληφθέντες για τρομοκρατική δράση, συχνά με αστήρικτες κατηγορίες, αλλά και για μετανάστες-πολιτικούς πρόσφυγες που ζήτησαν άσυλο στη χώρα μας. Φυσικά και για ποινικούς με βασικό αίτημα τη βελτίωση των απάνθρωπων συνθηκών κράτησής τους.
Μπορεί για τον πολύ κόσμο μια απεργία πείνας σε φυλακή, μεμονωμένη ή μαζική, να αντιμετωπίζεται ως «φυσιολογικό γεγονός», ωστόσο η ιστορία έχει δείξει πως πολλές από τις βελτιώσεις στη ζωή εντός των κελιών έχουν επιτευχθεί μετά και από τέτοιες ενέργειες.
Για να αντιληφθούμε την αιτία που γεννά τέτοιες μορφές διαμαρτυρίας που ισοδυναμούν με αυτοεξόντωση, επιβάλλεται να συνειδητοποιήσουμε τούτο: Το μοναδικό δικαίωμα ενός κρατούμενου που περιορίζεται είναι αυτό της ελευθερίας του. Όλα τα άλλα είναι σε ισχύ. Η φυλακή λοιπόν δεν συνιστά στέρηση δικαιωμάτων, πλην του προαναφερθέντος (σ.σ.: και των πολιτικών δικαιωμάτων, εφόσον το ορίζει η δικαστική απόφαση).
Η βασική αυτή πρόβλεψη, πηγάζει από το ευρωπαϊκό πρότυπου δικαίου, σύμφωνα με το οποίο ο κρατούμενος απολαμβάνει όλων των δικαιωμάτων του ακριβώς γιατί στόχος είναι η επανένταξή του στην κοινωνία (και μέσω προγραμμάτων προς εκπλήρωση αυτού του στόχου) και όχι απλά και μόνο η τιμωρία του. Αυτό το σκοπό άλλωστε έχουν οι διάφορες διατάξεις περί αδειών των κρατουμένων, της ημιελεύθερης διαβίωσής του, ή την τμηματική έκτιση της ποινής.
Τι συμβαίνει όμως τελικά; Στις φυλακές ισχύουν εσωτερικοί κανονισμοί λειτουργίας, οι οποίοι, επιχειρώντας να αντιμετωπίσουν την πραγματική κατάσταση πίσω από τα κάγκελα, ουσιαστικά αμφισβητεί ή και προσβάλλει τα δικαιώματα των κρατουμένων, δημιουργώντας μια αντίφαση εντός της φυλακής που, άλλοτε μεν ξεπερνιέται με έναν «συμβιβασμό», συχνά όμως καταλήγει σε σύγκρουση ανάμεσα στη διεκδίκηση δικαιωμάτων και στην προσπάθεια περιορισμού τους. Το αποτέλεσμα είναι απεργίες πείνας, εξεγέρσεις, διαμαρτυρίες κρατουμένων, οι οποίες, όχι σπάνια χρησιμοποιούνται από το σύστημα ως άλλοθι για να αυξηθεί ο αυταρχισμός στις φυλακές.
Από την άλλη βεβαίως για να υπηρετηθεί το πνεύμα αλλά και το γράμμα του νόμου, δεν αρκούν οι διακηρύξεις. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να μιλάς για ατομικές ελευθερίες και θεμελιώδη δικαιώματα, όταν οι ελληνικές φυλακές στενάζουν από τον υπερπληθυσμό.
«ΔΙΑΣΗΜΕΣ» ΑΠΕΡΓΙΕΣ ΠΕΙΝΑΣ
Επιστρέφοντας στο θέμα των απεργιών πείνας, αξίζει να αναφερθούμε σε δύο από τις πλέον πολυσυζητημένες του περασμένου αιώνα.
Η πρώτη αφορούσε στους Γερμανούς κρατούμενους της «RAF» (επρόκειτο για την «ομάδα Κόκκινος Στρατός», γνωστής και ως ομάδας Μπάαντερ- Μαϊνχοφ), στις αρχές τη δεκαετία του ’70. Επτά μέλη της πέθαναν στα «λευκά κελιά» των φυλακών.
Η δεύτερη μαζική απεργία πείνας εκδηλώθηκε στη Βορ. Ιρλανδία το 1981 και είχε σαν αποτέλεσμα τον θάνατο 10 Βορειοιρλανδών οι οποίοι μάχονταν τη βρετανική κατοχή. Από την ομάδα αυτή ξεχώρισε η μορφή του Μπόμπι Σαντς, του «γελαστού παιδιού» του IRA, ο οποίος περιέγραψε στο ημερολόγιό του τον αργό του θάνατο: «Κάποιος θα πρέπει να γράψει ένα ποίημα για τα βάσανα των απεργών πείνας. Θα 'θελα να το γράψω εγώ, αλλά πώς να το τελειώσω;» έγραφε στις 10 Μαρτίου.
Πέθανε στις 5 Μάη του 1981 μετά από 66 μέρες απεργίας πείνας. Όπως έλεγε τότε η «σιδηρά κυρία» Μ. Θάτσερ «διάλεξαν να πεθάνουν, είναι δική τους υπόθεση».