«Η σημερινή τελετή με φέρνει εβδομήντα πέντε χρόνια πίσω. Περίμενα στην ουρά μπροστά στη Γραμματεία της τότε Ανώτατης Γεωπονικής Σχολής ως υποψήφιος συμμετοχής στον εισιτήριο διαγωνισμό του 1946. Η Σχολή είχε προκηρύξει διαγωνισμό για 40 θέσεις. Οι υποψήφιοι ήταν πάνω από τετρακόσιοι.
Γιατί τέτοια προτίμηση για γεωπονικές σπουδές; Το ίδιο συνέβαινε άλλωστε, και μάλιστα πιο έντονα, όσον αφορά τις πολυτεχνικές σπουδές.
Η χώρα εκείνο τον καιρό έβγαινε με κατεστραμμένες υποδομές από τον πόλεμο και την κατοχή και ο περισσότερος κόσμος δεν μπορούσε να καλύψει, ακόμη και μετά την απελευθέρωση, ούτε τις βασικές του ανάγκες. Ιδιαίτερα δε τις ανάγκες σε είδη διατροφής. Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι σ’ εμάς τους τότε εφήβους λειτούργησε κάποιο συλλογικό ένστικτο, ανταποκρινόμενο στην ανάγκη ανασυγκρότησης της χώρας και επιβίωσης του έθνους. Ασυναίσθητα νιώθαμε να πέφτει στους εφηβικούς μας ώμους ένα μέρος της ευθύνης για την ανόρθωση της κατεστραμμένης πατρίδας μας.
Αυτό πιστεύω ότι ήταν που, εμένα τουλάχιστον, με ώθησε να σπουδάσω πρώτα Γεωπονία στην Αθήνα και να συμπληρώσω κατόπιν τις σπουδές μου στο Παρίσι ως πολιτικός μηχανικός με ειδίκευση στα έργα υποδομής της Γεωργίας, στα εγγειοβελτιωτικά έργα. Μάταια ο αείμνηστος διαπρεπής φιλόλογος και γυμνασιάρχης μου, στο Γυμνάσιο Καρδίτσας, Μιχαλόπουλος με πίεζε να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις στη Φιλοσοφική Σχολή. Έκρινε ότι αυτή η Σχολή μού ταίριαζε λόγω της επίδοσής μου στα αρχαία και νέα ελληνικά. Δεν ήθελα ούτε ν’ ακούσω κάτι τέτοιο. Στις θεωρητικές επιστήμες προσανατολίζονταν τότε, κατά κανόνα, όσοι είχαν αντικειμενική αδυναμία στα μαθηματικά. Αν, όμως επρόκειτο να κάνω την επιλογή μου υπό τις σημερινές συνθήκες, είναι πολύ πιθανόν να επέλεγα τις λεγόμενες ανθρωπιστικές επιστήμες, οι οποίες πάντα με γοήτευαν.
Τότε όμως, κάποιο αόρατο χέρι μάς έσπρωχνε, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, προς σπουδές που ανταποκρίνονταν στην άμεση ανάγκη ανοικοδόμησης της χώρας και την επιβίωση του έθνους. Έπρεπε, ιδιαίτερα και χωρίς καθυστέρηση, να εξασφαλισθεί επάρκεια σε βασικά είδη διατροφής, ώστε να μην υπάρξει ποτέ στο μέλλον λιμός σ’ αυτήν τη χώρα. Ήταν νωπές οι οδυνηρές μνήμες από την πείνα της κατοχής και τα χιλιάδες θύματά της. Αμέσως μετά την απελευθέρωση κυκλοφόρησε ένα βιβλίο των αστυνόμων Μπότση και Παπαδημητρίου με ανατριχιαστικές φωτογραφίες από την Αθήνα του χειμώνα 1941-1942. Νεκροί από την πείνα να μαζεύονται στους δρόμους και να στοιβάζονται σε καροτσάκια μεταφερόμενοι σε ομαδικούς τάφους. Παιδάκια σκελετωμένα με πρησμένες κοιλιές από αβιταμίνωση…
Τέτοιες οδυνηρές εμπειρίες κινητοποίησαν λοιπόν δραστήρια πόρους και ανθρώπινο δυναμικό προς την κατεύθυνση της εξασφάλισης επάρκειας σε είδη διατροφής. Τα εγγειοβελτιωτικά έργα, ως έργα υποδομής της γεωργίας, ήταν πρώτης προτεραιότητας στον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Τα έργα αυτά είχαν επίσης ενισχυθεί σημαντικά από την τεχνική και οικονομική βοήθεια που μας παρείχαν τότε οι διεθνείς οργανισμοί: Διεθνής Τράπεζα στην Ουάσινγκτον, Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων στο Λουξεμβούργο, ΟΟΣΑ στο Παρίσι και FAO στη Ρώμη. Τη συνδρομή αυτήν των διεθνών οργανισμών αξιοποιήσαμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Είναι αναμφισβήτητο ότι τα εγγειοβελτιωτικά έργα ήταν εκείνα που έδωσαν τη μεγάλη ώθηση για την ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής.
Το αποτέλεσμα υπήρξε εντυπωσιακό. Πριν από τον πόλεμο, όποιος υποστήριζε ότι η χώρα ήταν δυνατό να εξασφαλίσει αυτάρκεια σε βασικά είδη διατροφής, κυρίως σιτάρκεια, εθεωρείτο αιθεροβάμων. Εν τούτοις, όχι μόνον επετεύχθη η αυτάρκεια μέσα σε λίγα χρόνια, αλλά η Ελλάδα έγινε και σημαντική εξαγωγός πολλών γεωργικών προϊόντων. Έτσι, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ (1976-1979), ένα από τα κύρια μελήματά μας ήταν η εξασφάλιση επαρκών εξαγωγικών επιδοτήσεων για τα προϊόντα μας, ώστε να είμαστε ανταγωνιστικοί.
Με βάση κυρίως τη γεωργική ανάπτυξη, η Ελλάδα κατόρθωσε, αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου πολέμου και για μια 20ετία, να είναι πρώτη στον κόσμο (μετά την Ιαπωνία) σε ετήσια οικονομική ανάπτυξη και με τον μικρότερο πληθωρισμό.
Έτσι, το 1975, η Ελλάδα αισθάνθηκε αρκετά δυνατή ώστε να διεκδικήσει και να πετύχει υποψηφιότητα ένταξης στην τότε ΕΟΚ των εννέα. Ακολούθησε η θετική γνωμάτευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και η έναρξη των διαπραγματεύσεων ένταξης το 1976. Υπήρξε παράλληλη υποψηφιότητα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Η διεθνώς αναγνωρισμένη επιτυχία της ελληνικής διαπραγμάτευσης είχε ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να ενταχθεί πέντε χρόνια νωρίτερα από τις δύο Ιβηρικές χώρες και με όρους σημαντικά ευνοϊκότερους.
Οι νεότερες γενιές δεν έχουν αξιολογήσει, δεν έχουν εκτιμήσει τον ειρηνικό άθλο που πραγματοποίησε ο ελληνικός λαός κατά τις πρώτες δεκαετίες, μετά τη δεκαετή λαίλαπα 1940 – 1950. Τη σημερινή ευημερία τη θεωρούν δεδομένη και ότι ήρθε από μόνη της. Δεν έχουν συνειδητοποιήσει τι αγώνας χρειάστηκε για να έρθει αυτή η ευημερία. Στον αγώνα αυτόν ουσιαστικό ρόλο έπαιξε η γενιά που βρέθηκε στα μαθητικά και φοιτητικά θρανία κατά τη διάρκεια της ταραγμένης δεκαετίας 1940 – 1950. Είναι η γενιά που έζησε τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, τον ελληνογερμανικό πόλεμο, την κατοχή, την αντίσταση και τον εμφύλιο σπαραγμό. Είναι η γενιά που στερήθηκε τα πάντα, που υπέφερε, αλλά ανδρώθηκε, ατσαλώθηκε και απέκτησε αγωνιστική δύναμη με τη συμμετοχή της στην εθνική αντίσταση. Με αυτήν την αγωνιστική δύναμη και με τον νεανικό της ενθουσιασμό, ρίχτηκε στον αγώνα για την ανόρθωση της πατρίδας μας».