την δική του εκδοχή για το αποτρόπαιο έγκλημα τον Νοέμβριο του 2018, στη Ρόδο διαψεύδοντας κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς του συγκατηγορουμένου του ότι ήταν εκείνος που ευθύνεται για την άγρια δολοφονία της Ελένης. «Τον παρακολουθούσα σαν χαμένος» ανέφερε χαρακτηριστικά και ισχυρίστηκε ότι φοβήθηκε για τη ζωή του αλλά και την ζωή των δικών του καθώς απειλήθηκε από τον άλλοτε στενό φίλο του για να μην αποκαλύψει την αλήθεια. «Μου είπε ότι αν αυτό το πεις πουθενά θα σου κάνω τα ίδια και χειρότερα και στην οικογένειά σου» είπε. Και συνέχισε: «Το ξέρω είναι λάθος μου όλο αυτό που το άφησα να γίνει αλλά πραγματικά εγώ είμαι αυτός που δεν προστάτεψα την Ελένη». Ο κατηγορούμενος ζήτησε συγγνώμη από τον πατέρα της άτυχης φοιτήτριας που παρακολουθούσε την ακροαματική διαδικασία. «Δεν έχω τη δύναμη να κοιτάξω αυτόν τον άνθρωπο. Μια μεγάλη συγγνώμη... Δεν τη σκότωσα εγώ κυρία πρόεδρε, τη βοήθησα, όταν την έκανα μπάνιο μου είπε πήγαινε με στο νοσοκομείο… Γιατί βλέπω τον πατέρα της, φαίνεται άνθρωπος με ήθος» είπε κλαίγοντας. Στην απολογία του ο κατηγορούμενος μίλησε για την γνωριμία του με την Ελένη , τρεις ημέρες πριν το έγκλημα, λέγοντας πως τον εντυπωσίασε. Σύμφωνα με τον κατηγορούμενο η σχέση τους είχε προχωρήσει και τον είχε φιλοξενήσει στο σπίτι της για ένα βράδυ ενώ απέδωσε σε εκείνη την πρωτοβουλία για το ερωτικό ραντεβού με τον συγκατηγορούμενό του. «Είδε ότι ήταν κι ο Μ… και δώσανε τα χέρια. Δεν δυσανασχέτησε. Θα μπορούσε να φύγει…» είπε και περιέγραψε την διαδρομή τους μέχρι το σπίτι που έγινε ο τόπος του εγκλήματος. Όταν έφτασαν, είπε, ο ίδιος πήρε δυο χάπια, ήπιαν βότκα και έπαιξαν θάρρος ή αλήθεια. «Εγω θα την τελειωσω, αυτη θα με κλεισει φυλακη» Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως ο Ροδίτης συγκατηγορούμενός του εξοργίστηκε όταν η Ελένη τον απέρριψε και άρχισε να την χτυπά. «Εξοργίστηκε και άρχισε να την χαστουκίζει, να τη χτυπάει, να την κλοτσάει. Εγώ καθόμουν σα μ@λ@κ@ς. Δεν ήξερα ποιον να υποστηρίξω, την κοπέλα ή το φίλο μου» ανέφερε και συνεχίζοντας την περιγραφή του ισχυρίστηκε ότι ο συγκατηγορούμενός του έφυγε για λίγο και επέστρεψε με ένα μαχαίρι. «Άρχισε να την μαχαιρώνει και μετά το πέταξε κάτω με δύναμη. Μετά έπιασε το σίδερο από δίπλα και άρχισε να την χτυπάει. Τον έσπρωξα και μου είπε: «εσύ να κάτσεις στη γωνία». «Φοβήθηκα για τη ζωή μου» είπε και υποστήριξε πως ο ίδιος πήγε την άτυχη φοιτήτρια , ενώ ήταν λιπόθυμη, στο μπάνιο και προσπάθησε να την συνεφέρει. Μάλιστα, ισχυρίστηκε πως όταν έφυγαν από το σπίτι θεωρούσε ότι πήγαιναν την κοπέλα στο νοσοκομείο αλλά κατέληξαν στην ερημική παραλία όπου το κορίτσι πετάχτηκε στα βράχια. «Κατευθυνόμασταν στο νοσοκομείο αλλά είδα ότι μπήκε σε έναν χωματόδρομο και κατάλαβα ότι δεν πάει στο νοσοκομείο. Βγήκε έξω. Μου είπε: «Εγώ θα την τελειώσω αυτή θα με κλείσει φυλακή» ανέφερε ο κατηγορούμενος. Και συνέχισε: «Την πήρε στον ώμο του (σ.σ. ο συγκατηγορούμενός του) και γύρισε μετά από δέκα λεπτά και μου είπε: «εντάξει Αλβανέ τελείωσε μπες μέσα»». Ο νεαρός ισχυρίστηκε πως ακολούθησε τις οδηγίες του συγκατηγορούμενού του για τον καθαρισμό του σπιτιού όπου επέστρεψαν. «Γυρίσαμε στο σπίτι και μου είπε: «Αλβανέ μάζεψε ό,τι έχει αίματα και στοιχεία». Έτσι έκανα εγώ. Ό,τι είχε τα μάζεψα. Το μαχαίρι, τα προφυλακτικά, το σίδερο…» ανέφερε, τονίζοντας «Εγώ τον παρακολουθούσα σαν χαμένος. Μου είπε: «ξεκινά να καθαρίζεις». Όταν είδε ότι αργούσα επειδή είχε πολύ αίμα ήρθε κι αυτός με ένα σφουγγάρι…Μου είπε: «μπράβο Αλβανέ και φύγαμε».