Στην ημερίδα, μεταξύ άλλων, τέθηκαν πολύ σοβαρά θέματα ως προς την κατάσταση των ελληνικών σχολείων ή Τμημάτων Ελληνικής Γλώσσας (ΤΕΓ) στην Ευρώπη. Προέκυψε από τις εργασίες ότι στην Ευρώπη υπάρχει ελληνική εκπαίδευση δύο ταχυτήτων: μία όλων των υπολοίπων χωρών και μία της Γερμανίας. Στα υπόλοιπα -πλην Γερμανίας- ευρωπαϊκά κράτη λειτουργούν Τμήματα Ελληνικής Γλώσσας σε διάφορες πόλεις, ανάλογα με τον αριθμό των ενδιαφερόμενων μαθητών ανά πόλη ή περιοχή, με 2-3 ωρών εβδομαδιαία διδασκαλία.
Στη Γερμανία τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Πιθανόν λόγω των μεγάλων πληθυσμών μεταναστών, αλλά και των αρχικών διακρατικών συμφωνιών, εκεί σε πολλές πόλεις λειτουργούν ολόκληρα ελληνικά σχολεία και μάλιστα με πολλούς μαθητές. Τουλάχιστον έντεκα (11) Δημοτικά Σχολεία, οκτώ Γυμνάσια και δέκα Λύκεια αμιγώς ελληνικά, τα οποία συμπληρώνουν επτά δίγλωσσα σχολεία όλων των βαθμίδων και οκτώ νηπιαγωγεία. Μόνο στο Μόναχο έχουμε τέσσερα Δημοτικά Σχολεία (από πέντε), δύο Γυμνάσια και ένα Λύκειο (μέχρι προ ολίγων ετών είχαμε δύο). Λόγω, μάλιστα, ενός σκανδάλου χάθηκε προ ολίγων ετών η ευκαιρία να έχουμε ιδιόκτητο συγκρότημα σχολείων στο Μόναχο. Ως προς τα Τμήματα Ελληνικής Γλώσσας, στη Γερμανία λειτουργούν (πλέον των παραπάνω σχολείων) σαράντα τέσσερα (44).
«Όμως, εκπαίδευση χωρίς εκπαιδευτικούς δεν γίνεται. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας, φέτος έγιναν μόνο 383 αιτήσεις απόσπασης και πολλές αιτήσεις ανάκλησης αποσπάσεων. Φταίνε οι εκπαιδευτικοί για αυτό; Όταν ο μισθός τους στην Ελλάδα κυμαίνεται μεταξύ 1.050 και 1.300€ και το επιμίσθιο εξωτερικού δεν ξεπερνά τα 1.300€, ποιος μπορεί να ζήσει σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, στις οποίες τα ενοίκια μόνο ξεπερνούν τα 1.200-1.500€, με το κόστος ζωής πολύ αυξημένο; Ενώ παλιότερα το ενδιαφέρον για αποσπάσεις στα σχολεία του εξωτερικού ήταν πολύ αυξημένο και αποκλείονταν πολλοί υποψήφιοι, σήμερα παρουσιάζεται μεγάλη διστακτικότητα, απολύτως όμως δικαιολογημένη. Αν δεν αυξηθεί το επιμίσθιο ή δεν καλυφθούν τα έξοδα διαβίωσης, τότε είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν καθηγητές ή δάσκαλοι για τα σχολεία μας», σχολίασε ο Θωμάς Παπαλιάγκας.
Αργότερα, σχολίασε «Εδώ έχει πολύ ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας ζητούν και πολλά παιδιά μεταναστών στην Ελλάδα (π.χ. Αλβανών, Ρουμάνων, Πακιστανών, Νιγηριανών κ.λπ.), τα οποία μετανάστευσαν μετά την κρίση, όπως και τα ελληνόπουλα, σε άλλες χώρες».
ΓΙΑ ΤΑ ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ
Όσον αφορά το νομοσχέδιο για τα «μη κρατικά» πανεπιστήμια, θέμα της Ημερίδας του Παρισιού, στο οποίο ήταν κεντρικός εισηγητής, ο Θωμάς Παπαλιάγκας δήλωσε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Η συνταγματική επιταγή του άρθρου 16, παρ. 5 του Συντάγματος είναι πολύ καθαρή και συγκεκριμένη. Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα είναι αποκλειστικά ΝΠΔΔ. Όμως, προσέξτε τη διατύπωση: η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Σύμφωνα με τον νόμο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, επιτρέπεται να παρέχεται πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ελλάδα από παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων. Η ένσταση είναι ότι αυτά δεν είναι ΝΠΔΔ. Και αυτό είναι ξεκάθαρο. Η διατύπωση του συντακτικού νομοθέτη είναι καθαρή και αδιάστικτη. Από την απλή γραμματική ερμηνεία προκύπτει η βούλησή του. Η δε παραπλανητική επίκληση της παραγράφου 8 του άρθρου 16, απόψε αναφέρω ότι αυτή αφορά στην επαγγελματική εκπαίδευση και όχι για την πανεπιστημιακή. Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι η χώρα μας τήρησε ρητή επιφύλαξη κατά την υπογραφή της σύμβασης GATS».
Και συνέχισε:«Η άλλη άποψη επικαλείται το άρθρο 28 του Συντάγματος. Όμως, είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει καμία διεθνής συνθήκη, στην οποία να επιβάλλεται ο τρόπος διοίκησης και λειτουργίας των πανεπιστημίων και ποια ιδρύματα θα παρέχουν εκπαίδευση. Η μόνη τεχνική δυνατότητα νομοτεχνικά είναι να στηριχθεί στην ελεύθερη διακίνηση υπηρεσιών εντός Ε.Ε. Πλην,όμως, τότε μιλάμε για αναγνώριση μόνο επαγγελματικών δικαιωμάτων που έχουν οι απόφοιτοι στον χώρο προέλευσης του Πανεπιστημίου. Αυτό,όμως, είναι διαφορετικό από την ακαδημαϊκή αναγνώριση».
Και κατέληξε «καταλαβαίνω τη λογική και για την επιχειρηματικότητα και για την αιμορραγία συναλλάγματος. Όμως, ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους θεσμούς είναι πιο σημαντικός, γιατί είναι και διδακτικός. Ας αναθεωρηθεί το άρθρο 16 για να το συζητήσουμε ξανά. Και ας μην ξεχνάμε ότι έχουμε επιτρέψει το δημόσιο πανεπιστήμιο να γίνει βορά στα νύχια της κομματοκρατίας και της οικογενειοκρατίας. Και αυτό δεν βελτιώνεται με εμπόριο πτυχίων. Άλλωστε, σε όλες τις προηγμένες χώρες τα καλύτερα πανεπιστήμια είναι δημόσια ή με κάποιον τρόπο δημόσιου χαρακτήρα» κατέληξε ο Λαρισαίος δικηγόρος.