Μην βιαστείτε να ψάξετε ποιο είναι αυτό το δημόσιο σχολείο στην Ελλάδα, που ανατρέπει όλα τα δεδομένα, καθώς ανήκει στην εκπαιδευτική πραγματικότητα της Ισπανίας, την οποία έζησαν δύο εκπαιδευτικοί του Λυκείου Συκουρίου και μας τη μεταφέρουν.
Η φιλόλογος Κατερίνα Κοθρά και η εκπαιδευτικός Πληροφορικής Γλυκερία Σακελλαρίου, βρέθηκαν για λίγες μέρες σε σχολεία της πόλης Μάλαγα, στην Ισπανία, με την ευκαιρία συμμετοχής τους στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα «ERASMUS+ – δράση ΚΑ1».
Η σύγκριση των όσων είδαν, με την ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα, ήταν αναπόφευκτη στη συζήτησή μας μαζί τους, πόσο άλλωστε σήμερα, στην εποχή των πιο ανατρεπτικών μεταρρυθμίσεων των τελευταίων χρόνων στην παιδεία.
«Σίγουρα οι Ισπανοί έχουν διαθέσει και διαθέτουν περισσότερα χρήματα για την Παιδεία, από ό,τι η Ελλάδα…» μας είπαν και συνεχίζουν: «Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς από την κτιριακή υποδομή, από τον τεχνολογικό εξοπλισμό, από τις αθλητικές εγκαταστάσεις και πολλά άλλα... Να αναφέρουμε βέβαια ότι και οι αμοιβές των εκπαιδευτικών στην Ισπανία, είναι καλύτερες από τις δικές μας!
Η οργάνωσή τους τουλάχιστον στα μάτια του επισκέπτη μοιάζει αρτιότερη από τη δική μας. Το σύστημά τους στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση είναι περισσότερο προσανατολισμένο στην επαγγελματική εκπαίδευση, στρέφοντας ένα πολύ μικρότερο ποσοστό στο Πανεπιστήμιο.
Η εισαγωγή των μαθητών σε Ανώτατες Σχολές, τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εξαρτάται από τις επιδόσεις τους στις δύο τελευταίες τάξεις του λυκείου. Αξιολογούνται με γραπτές εξετάσεις καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών τους και όχι σε μία και μόνο κρίσιμη εξέταση όπως είναι για μας οι Συμπληγάδες Πέτρες, των Πανελλαδικών.
Είχαμε την ευκαιρία να έρθουμε σε επαφή με τρία σχολεία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, να παρακολουθήσουμε το μάθημα, να μιλήσουμε με τους Ισπανούς συναδέλφους και με τα παιδιά, αλλά και να ακούσουμε από τους υπεύθυνους για το πρόγραμμά τους, τις σχέσεις τους με γονείς και μαθητές, τα προβλήματά τους και τους στόχους τους για τη βελτίωση των σχολείων τους.
Ένα εντυπωσιακό στοιχείο ήταν η συμμετοχή των γονέων στη σχολική ζωή, σε ό,τι αφορά στην ενημέρωσή τους, στη συμμετοχή τους στις δραστηριότητες του σχολείου αλλά και στην εκλογή Διευθυντών.
Η αυτονομία των σχολείων στη διαμόρφωση του σχολικού προγράμματος είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή των δικών μας, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα σε κάθε σχολείο να υλοποιεί προγράμματα που ταιριάζουν στο προφίλ των μαθητών του, αλλά και αξιοποιώντας καλύτερα τις δεξιότητες μαθητών και εκπαιδευτικών».
Το 40% του μαθητικού πληθυσμού των σχολείων που επισκέφθηκαν οι δύο εκπαιδευτικοί, ήταν μετανάστες και αναφέρουν συγκεκριμένα: «Η πόλη δέχεται μεγάλο αριθμό μεταναστών. Έτσι η πολυπολιτισμικότητα στα σχολεία είναι δεδομένη, αφού μεγάλο ποσοστό των μαθητών δεν είναι Ισπανικής καταγωγής και κατά τα λεγόμενα των συναδέλφων η αφομοίωσή τους στο σχολείο δεν παρουσιάζει προβλήματα ούτε φαινόμενα ρατσιστικών διακρίσεων.
Κάτι, όμως, που μας έκανε αρνητική εντύπωση είναι ο πολύ μεγάλος αριθμός μαθητών ανά σχολείο (1.500 μαθητές) και ανά τμήμα διδασκαλίας, από 30 ως 33 μαθητές.
Στο δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα ο αριθμός μαθητών ανά τάξη είναι μικρότερος, επιτρέποντας τη στενότερη σχέση καθηγητή- μαθητή, αλλά δυστυχώς από ό,τι φαίνεται δεν θα διατηρήσουμε για πολύ αυτό το πλεονέκτημα».
Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Το επίμαχο θέμα της αξιολόγησης δεν θα μπορούσε βέβαια να μην συζητηθεί. «Η αξιολόγηση του ισπανικού εκπαιδευτικού συστήματος αποτελεί βασικό παράγοντα για τη βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης στην Ισπανία. Ιδιαίτερη έμφαση δίνει το νομικό πλαίσιο στην ανάγκη αξιολόγησης όλων των στοιχείων που συνθέτουν το εκπαιδευτικό σύστημα: διδακτικές - μαθησιακές διαδικασίες, εκπαιδευτικά αποτελέσματα, Αναλυτικό Πρόγραμμα, λειτουργία της διοίκησης. Η εξωτερική αξιολόγηση των σχολείων διεξάγεται από την Εκπαιδευτική Επιθεώρηση της κάθε Αυτόνομης Κοινότητας, κάθε 3 έως 6 έτη, ανάλογα με την περιφέρεια.
Το έργο αυτό αναλαμβάνουν σε ομάδες οι περίπου 1.400 επιθεωρητές Εκπαίδευσης, οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι – εκπαιδευτικοί με προηγούμενη εμπειρία συνήθως σε θέση διευθυντή σχολείου - με υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα και σημαντικά διοικητικά καθήκοντα» υποστήριξαν.
Τελικά είμαστε «μπροστά ή πίσω» στην Ελλάδα;
Η απάντηση στο ερώτημα, αν η Ελλάδα έχει καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα από την Ισπανία, δεν είναι εύκολη.
«Αυτό ήταν το ερώτημα που πιο συχνά ακούγαμε από τα χείλη των συναδέλφων μας όταν γυρίσαμε» μας είπαν, ενώ προσπαθούν και οι ίδιες να καταλήξουν σε ένα συμπέρασμα, λέγοντας: «Ανάλογα τι θεωρεί κανείς ουσιαστική πρόοδο. Από ό,τι φαίνεται έχουμε όλες οι χώρες μια κοινή γραμμή στον “εκσυγχρονισμό” του Εκπαιδευτικού συστήματος, στην αυτοματοποίηση των διαδικασιών, στη χρήση νέων τεχνολογιών και μεθόδων.
Οι όροι “καινοτομία”, “δημιουργικότητα” ακούγονται τόσο πολύ που αναρωτιέται κανείς πόσο περιθώριο αφήνει όλη αυτή η καινούρια μεθοδολογία των “project” στην προσωπική συμβολή που είναι θεμέλιος λίθος των προαναφερθεισών εννοιών.
Αν αυτή είναι η “γραμμή” που θέλουμε τότε μάλλον είναι πιο μπροστά και προς τα εκεί οδεύουμε.
Αν μάλιστα η χρησιμότητα της εκπαίδευσης είναι μόνο η εύρεση εργασίας, τότε είναι πολύ πιο μπροστά γιατί από μικρότερες βαθμίδες στρέφονται στην Επαγγελματική Εκπαίδευση και μάλιστα με διασύνδεση με την αγορά εργασίας.
Αν για μας Παιδεία είναι καταρχάς το άνοιγμα των οριζόντων της σκέψης- της κριτικής σκέψης- το ακόνισμα του μυαλού, η καλλιέργεια της ψυχής, η γνωριμία με τα κατορθώματα του ανθρώπινου νου τότε μάλλον όλοι στα ίδια είμαστε. Ή στα χαμένα ή στο δρόμο για το πισωγύρισμα.
Δεν μπορούμε, όμως, να μην εκφράσουμε τους φόβους μας και να μην επισημάνουμε τις ανησυχητικές ενδείξεις μαζικοποίησης του “πολιτιστικού και πνευματικού γίγνεσθαι” και την απομάκρυνση από την ουσία, όταν βλέπουμε κάθε επόμενη γενιά συνεχώς “καλωδιωμένη”, ξένη με τα βιβλία και την απόλαυση της ανάγνωσης, αμήχανη μπροστά στην επαφή πρόσωπο με πρόσωπο, δεκτική σε έναν τρόπο παθητικό τρόπο ψυχαγωγίας στον οποίο δέχεται ότι προβάλλεται περισσότερο αλλά δεν συμμετέχει ενεργά, μια γενιά που βαριέται να προσπαθήσει ακόμα και για να απολαύσει!
Σίγουρα δεν θα αφήσουμε τους νέους ηλεκτρονικά αναλφάβητους- αυτό θα το πετύχαιναν και χωρίς τη βοήθειά μας- αλλά μήπως θα τους αφήσουμε ψυχικά και πολιτιστικά φτωχούς;
Και ακόμα παραπέρα μήπως θα τους αφήσουμε εγκεφαλικά ανάπηρους ως προς τις ανώτερες λειτουργίες του εγκεφάλου που δεν είναι η απλή εύρεση πληροφοριών-το μόνο εύκολο σήμερα- αλλά η κριτική στάση απέναντι στην υπερπληροφόρηση αυτή, η αφομοίωση των χρήσιμων στοιχείων, η συγκριτική μελέτη και τελικά η διαμόρφωση της προσωπικής άποψης που προϋποθέτει κοπιαστική νοητική επεξεργασία;
Πόσο στρέφουμε τα παιδιά μας στο να ζορίσουν το μυαλό τους όχι απομνημονεύοντας ή ακολουθώντας τυποποιημένες μεθόδους αλλά εντρυφώντας στην ουσία των γνώσεων που τους προσφέρουμε;
Το σίγουρο είναι ότι αν θέλουμε να αναπτύξουμε την κριτική σκέψη των μαθητών μας, δεν υπερτερούν οι διαδραστικοί πίνακες έναντι των πινάκων με κιμωλία, ούτε οι ηλεκτρονικοί χάρτες έναντι των χάρτινων, αλλά οι καθηγητές που θα έχουν το πάθος, το όραμα και την ελευθερία από το στραγγαλιστικό εκπαιδευτικό σύστημα να μεταδώσουν στα παιδιά την αγάπη τους για το αντικείμενό τους και γενικότερα να τους εμπνεύσουν τον έρωτα για τη γνώση.
Προτείνουμε σε όλους τους εκπαιδευτικούς να τολμήσουν να εμπλακούν σε ανάλογα προγράμματα, διότι τα οφέλη από την εμπειρία που θα αποκομίσουν, θα είναι πολλαπλά και θα μεταλαμπαδεύσουν καλές σχολικές πρακτικές από άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα στα σχολεία τους».
Της Λένας Κισσάβου