Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, τα προϊόντα από δίκοκκο σιτάρι, ένα αρχαίο δημητριακό, που καλλιεργείτο ακόμη και πριν από 17.000 έτη, έφταναν στην Ελλάδα ήδη συσκευασμένα από το εξωτερικό και πωλούνταν μόνο σε καταστήματα βιολογικών προϊόντων.
Πλέον όμως, έχουν κάνει την εμφάνισή τους και στα ράφια των σούπερ μάρκετ και η ζήτηση αυξάνεται μέρα με την ημέρα, γεγονός που έχει οδηγήσει πολλούς Έλληνες αγρότες στο να "επιστρέψουν" στην ιστορική αυτή καλλιέργεια, σπέρνοντας χιλιάδες στρέμματα γης, ακόμη και "φτωχά" χωράφια, με πιστοποιημένο σπόρο από την πρωτοπόρα, σε αυτό το επίπεδο, Ιταλία.
"Πρόπερσι υπολογίζεται ότι καλλιεργούνταν με δίκοκκο σιτάρι περίπου 2000 στρέμματα, τα οποία εκτιμώ ότι φέτος έχουν φτάσει τα 30000, δηλαδή μια εντυπωσιακή αύξηση. Τα στοιχεία αυτά δεν είναι βέβαια επίσημα, αλλά χονδρικά, κατά προσέγγιση", δήλωσε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καλλιεργητής Δαμιανός Παχόπουλος, με έδρα την Πιερία, ο οποίος προκειμένου να μπορέσει να καλλιεργήσει και να εμπορευτεί νομίμως το δίκοκκο σιτάρι, κατόρθωσε να νομιμοποιήσει τη διαδικασία σποράς του.
Πώς έκανε τη διαδικασία σποράς του δίκοκκου σιταριού νόμιμη; Αρχικά, έλαβε έγκριση από το υπουργείο Γεωργίας της Ιταλίας, η οποία στην περιοχή της Τοσκάνης καλλιεργεί το δίκοκκο σιτάρι ώς Προϊόν Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) και διαθέτει στη διεθνή αγορά πιστοποιημένο σπόρο. Ακολούθως, πήρε το πράσινο φως από το ελληνικό υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και έκανε κανονική εισαγωγή από πιστοποιημένη επιχείρηση εμπορίας σπόρων. Ακολούθως, δήλωσε την καλλιέργειας στο Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης και Ελέγχου (ΟΣΔΕ), ενώ μπήκε και στο ελεγκτικό "μικροσκόπιο" του Κέντρου Ελέγχου Πιστοποίησης Πολλαπλασιαστικού Υλικού και Ελέγχου Λιπασμάτων Λάρισας- ΚΕΠΠΥΕΛ (σ.σ. από το 1928 το δίκοκκο σιτάρι, παρότι καλλιεργείτο στην Ελλάδα από την αρχαιότητα, ετέθη εκτός των εθνικών καταλόγων φυτών και σπόρων στην Ελλάδα, όπου μέχρι πρότινος εντάσσονταν μόνο το μαλακό, το σκληρό και το “σπέλτα” σιτάρι).
ΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΣΗ
Η ...βάσανος της γραφειοκρατίας φαίνεται όμως ότι άξιζε τον κόπο, καθώς το δίκοκκο σιτάρι φαίνεται ότι αποτελεί ένα ολοένα δελεαστικότερο προϊόν για τους καταναλωτές, που το αναζητούν στην αγορά είτε αυτούσιο είτε μεταποιημένο.
"Αυτή τη στιγμή και 500 τόνους να είχα παράγει, θα μπορούσα να τούς διαθέσω, η ζήτηση είναι μεγάλη", σημείωσε ο κ.Παχόπουλος, ενώ πρόσθεσε ότι η απόδοση ενός χωραφιού με δίκοκκο σιτάρι είναι λίγο μεγαλύτερη από εκείνη του σκληρού σιταριού και λίγο μικρότερη από εκείνου τού μαλακού, που καλλιεργούνται στην ίδια περιοχή, ήτοι από 200 μέχρι 400-450 κιλά ανά στρέμμα.
Το δίκοκκο σιτάρι, που είναι πλούσιο σε πρωτεΐνες, φυτικές ίνες και μέταλλα, αλλά διαθέτει πολύ μικρή ποσότητα γλουτένης και μάλιστα ελάχιστα αλλεργιογόνου και πολύ εύπεπτης, καλλιεργείται σήμερα σε περιοχές όπως η Πιερία, η Καβάλα, η Αλεξανδρούπολη, το Μεσολόγγι, ακόμη και η Ηλεία Πελοποννήσου, που παραδοσιακά "δεν έβαζε σιτάρια".
Μεγάλο πλεονέκτημά του είναι ότι μπορεί να καλλιεργηθεί και σε "φτωχά" -χαμηλής απόδοσης- χωράφια ή σε μεγάλα υψόμετρα. "Συχνά το βάζουν σε υψόμετρο 1000 μέτρων. Στην Ιταλία το καλλιεργούν ακόμη και σε εδάφη τόσο επικλινή, που χρειάζονται πέτρες για να συγκρατούν το έδαφος”, σημειώνει ο κ.Παχόπουλος.
ΤΙΜΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Το γεγονός ότι η σπορά του γίνεται ακόμη και σε αναξιοποίητες για άλλες καλλιέργειες εκτάσεις, αποτελεί μόνο ένα από τα πλεονεκτήματά του. 'Ενα άλλο βασικό πλεονέκτημα είναι η τιμή. "Κάποιοι λένε ότι η τιμή του μπορεί να πιάσει ακόμη και δέκα φορές πάνω, σε σχέση με το απλό σιτάρι, αλλά αυτό δεν είναι ακριβές. 'Ισως το διαδίδουν κάποιοι για να πουλήσουν σπόρο ακριβά. Με βάση τις διεθνείς τιμές, θα ήταν ασφαλές να πούμε ότι η τιμή παραγωγού είναι δύο με δυόμιση φορές υψηλότερη", σημειώνει ο κ.Παχόπουλος (σ.σ. σήμερα, ο παραγωγός που πουλάει ο ίδιος την παραγωγή του ως συσκευασμένο σιτάρι, πλιγούρι ή άλευρο ολικής θα μπορούσε να ελπίζει σε 1,25 ευρώ το κιλό καθαρισμένο ή 2,85 ευρώ/κιλό το αλεύρι αλεσμένο σε πετρόμυλο.
Βέβαια, παρά τη δελεαστική τιμή, η καλλιέργεια έχει κόστος στις εργασίες της, αφού υπάρχει αρκετή "φύρα". Κατά τον αλωνισμό, η αλωνιστική μηχανή συλλέγει τα στάχια και τα τρίβει για να μας παραδώσει τους σπόρους ανά δύο μέσα στο φλοιό τους. Αν λοιπόν η παραγωγή που θα πάρουμε από μία βιολογική καλλιέργεια είναι, πχ, 250 κιλά/στρέμμα (ανάλογη με το κάθε χωράφι και την παραγωγή που δίνει σήμερα σε ένα σιτάρι), μετά την αποφλοίωση και την απομάκρυνση των ξένων υλών του χωραφιού όπως και των σπασμένων σπυριών, θα μας μείνει καθαρό προϊόν 137 κιλά (-45% περίπου). Και μάλιστα ο παραγωγός θα πρέπει να δώσει 0,50 λεπτά/κιλό για αποφλοίωση, καθαρισμό, αποπέτρωση.
Φυσικά οι γεωργοί που κάνουν συμβατικές καλλιέργειες (όχι βιολογικές) με τα λιπάσματα και τα ραντίσματα, που έχουν αποδόσεις 400-450 κιλά/στρέμμα, θα κάνουν οικονομία λόγω λιγότερων ραντισμάτων και πολύ λιγότερων λιπασμάτων, επειδή το δίκοκκο σιτάρι είναι πολύ «δυνατό», είναι ανταγωνιστικό σε άλλα φυτά και δεν προστίθεται πολύ άζωτο, εξασφαλίζοντας πολύ μικρότερο κόστος.
ΤΙ ΝΑ ΞΕΡΕΙ Ο ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗΣ
Τι πρέπει να γνωρίζει ένας παραγωγός, που επιθυμεί να καλλιεργήσει δίκοκκο σιτάρι; "Για να είναι απόλυτα νόμιμος θα πρέπει αρχικά να έχει προμηθευτεί ποσότητα εγκεκριμένου σπόρου από την Ιταλία. Θα πρέπει να ξεκινήσει άμεσα τη διαδικασία για την άδεια εισαγωγής και ακολούθως να συνεργαστεί με διαπιστευμένη εταιρεία για έκδοση τιμολογίων με πιστοποιημένο σπόρο ως πολλαπλασιαστικό υλικό. Κι αυτό σήμερα γίνεται μόνο με την άδεια των σποροπαραγωγών από την Ιταλία", εξηγεί ο καλλιεργητής από την Πιερία.
Αποκλείεται κάποια στιγμή να έχουμε ελληνικό σπόρο; ρωτήσαμε. "Για να βγει ελληνικό δίκοκκο χρειάζονται πρώτα από όλα 5-6 χρόνια δοκιμές στο χωράφι, αλλά ακόμη και τότε ο σπόρος που θα προκύψει θα προέρχεται από ιταλικό σπόρο. Από την άλλη βέβαια, το ...εργαστήριο γη και κλίμα κάνει ήδη τη διαφορά του. Για παράδειγμα, έχω ένα χωράφι που τα διάφορα σημεία του έχουν υψομετρική διαφορά 45 μέτρων μεταξύ τους και βλέπω διαφορά ποιότητας μέσα στο ίδιο χωράφι! Άρα δεν αποκλείεται κάποια στιγμή να προκύψει ένα ελληνικό δίκοκκο σιτάρι", εκτιμά.