Στο σημερινό άρθρο θα συνοψιστούν οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) που αφορούν την πράσινη μετάβαση του ΑγροΔιατροφικού Τομέα (ΑΔΤ) με κάποιο κριτικό σχολιασμό.
Κατ’ αρχάς πρέπει να αποσαφηνιστεί ποια είναι η συμμετοχή του αγροτικού τομέα στις εκπομπές ΑτΘ στην ΕΕ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Γενικής Διεύθυνσης για το Κλίμα, στην ΕΕ-27 ο αγροτικός τομέας συμβάλλει στις εκπομπές με ποσοστό 13.2% (χωρίς να υπολογίζονται οι εκπομπές από τη χρήση των καυσίμων) (βλ. αναφ. 1). Πιο συγκεκριμένα ο αγροτικός τομέας παράγει συνολικά 426 MtCO2e ΑτΘ που προέρχονται από: α) εντερική ζύμωση που γίνεται στο πεπτικό σύστημα των ζώων (182.5), β) εκπομπές από τα εδάφη Ν2Ο (118), γ) διαχείριση της κοπριάς (62.9), δ) από τους βοσκότοπους (25), ε) από τις καλλιεργούμενες εκτάσεις (22.6) και στ) από διάφορες άλλες πηγές (15). Σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό κλιματικό νόμο, μέχρι το 2030 οι εκπομπές ΑτΘ συνολικά πρέπει να μειωθούν κατά 55% και να μηδενιστούν μέχρι το 2050 (σχέδιο Fit for 55). Για τον σκοπό αυτό η ΕΕ δημιούργησε ένα πλαίσιο πολιτικής, το οποίο περιλαμβάνει, πέραν του Συστήματος Εμπορίας Ρύπων (ETS), κανονισμούς σχετικά με τη χρήση γης, την αλλαγή χρήσης γης και τη δασοπονία, που στοχεύουν στην αύξηση της αποθηκευτικής ικανότητας της γης σε ΑτΘ. Επί πλέον προωθείται μέσω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) σχετική πολιτική, μέσω της οποίας για την περίοδο 2023-2027 θα διατεθεί το 40% του προϋπολογισμού της για την ΚΑ (25% στον πυλώνα Ι στα οικοσχήματα και 35% στον πυλώνα ΙΙ που υποστηρίζει το κλίμα, τη βιοποικιλότητα, το περιβάλλον, και την ευζωία). Παράλληλα στο πλαίσιο πολιτικών της ΕΕ για τη μείωση των ΑτΘ περιλαμβάνονται η οδηγία για τις βιομηχανικές εκπομπές ΑτΘ, ο νόμος για την παρακολούθηση των εδαφών, το πλαίσιο πιστοποίησης της απομάκρυνσης ΑτΘ καθώς και στρατηγικές όπως αυτή «από το χωράφι στο πιάτο». Θέλουμε να ελπίζουμε ότι το ΥΠΑΑΤ ασχολείται με όλα αυτά τα θέματα, για να μη ξαναβρεθούμε σε καταστάσεις, όπως με την αναθεώρηση της ΚΑΠ πριν από δύο χρόνια, όπου βρεθήκαμε ως χώρα τελείως απροετοίμαστοι.
Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία και πρέπει να τύχει μεγάλης προσοχής, είναι η αναζωπύρωση της πρόθεσης της ΕΕ να ενεργοποιήσει στην πράξη την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» και στον ΑΔΤ. Η εφαρμογή αυτής της αρχής στον ΑΔΤ με στόχο τη μείωση των εκπομπών των ΑτΘ, αποκτά λοιπόν μεγάλο ενδιαφέρον και πρέπει να απασχολήσει τους αρμόδιους. Σκέψεις για επιβολή ενός φόρου άνθρακα στο γεωργικό τομέα, όπως συμβαίνει σε άλλους τομείς (π.χ. φορολογικά μέσα που χρησιμοποιούνται για τη μείωση των εκπομπών από τις οδικές μεταφορές, προκειμένου να τηρηθούν τα πρότυπα ποιότητας του αέρα), δεν φαίνεται να μπορεί να προωθηθούν εύκολα, λόγω της δυσκολίας εξασφάλισης συμφωνίας για την αναγκαία νομοθεσία, που απαιτεί ομοφωνία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Εκείνη η ιδέα όμως που φαίνεται να κερδίζει έδαφος, είναι η εφαρμογή και στον ΑΔΤ του Συστήματος Εμπορίας Εκπομπών (ETS) που πιστεύεται ότι αυξάνει την υπευθυνότητα των παραγωγών ρύπων έναντι της βλάβης που προκαλούν στο περιβάλλον. Το ETS εφαρμόζεται ήδη για το 40% των εκπομπών στην ΕΕ. Με απλά λόγια με το σύστημα αυτό ορίζονται ως δικαιώματα ανώτερα επιτρεπτά όρια εκπομπών ΑτΘ μιας χώρας ή ενός παραγωγικού τομέα, η υπέρβαση των οποίων επιφέρει πρόστιμα. Σε περίπτωση μη εξάντλησης αυτών των δικαιωμάτων, αυτά μπορούν να πωλούνται σε άλλους τομείς που τα έχουν εξαντλήσει. Μέσω αυτής της πολιτικής συγκεντρώνονται οικονομικοί πόροι, που μπορεί να χρησιμοποιούνται για περιβαλλοντικά ζητήματα. Η λογική αυτή φαίνεται σχηματικά ως ορθή, αλλά η εφαρμογή στην πράξη δεν φαίνεται να οδηγεί στην υιοθέτηση πρακτικών που δεν επιβαρύνουν το περιβάλλον. Παρ’ όλα αυτά, είναι μια επιβαλλόμενη πραγματικότητα που πρέπει να απασχολήσει τους υπεύθυνους και εν προκειμένω εκείνους του ΑΔΤ.
Οι νέες συνθήκες που δημιουργούνται λόγω των μέτρων προσαρμογής στην ΚΑ και των στόχων επίτευξης κλιματικά ουδέτερης οικονομίας, απαιτούν ένα κατάλληλο φορολογικό σύστημα, που το υπάρχον σήμερα στην ΕΕ δεν φαίνεται να είναι μη ικανοποιητικό και γι’ αυτό άρχισε να αναθεωρείται, συμπεριλαμβάνοντας και το σύστημα εμπορίας ρύπων. Σε μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόσφατη ανάλυση του Ινστιτούτου ΕΝΑ (βλ. αναφ. 2) τα ευρωπαϊκά φορολογικά συστήματα δεν είναι ούτε δίκαια ούτε πράσινα και διαφέρουν πολύ από χώρα σε χώρα. Τα έσοδα από περιβαλλοντικούς φόρους αυξήθηκαν από το 2002 στο 2019 κατά 18%, μία αύξηση όμως, που είναι μικρότερη από την αντίστοιχη αύξηση του ΑΕΠ (που ήταν 26%), καθώς και μικρότερη των συνολικών φορολογικών εσόδων (που ήταν 31%).
Στη χώρα μας οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στην ενέργεια και τα καύσιμα δημιουργούν σημαντικά έσοδα, χωρίς όμως να έχουν επιφέρει τις επιδιωκόμενες αλλαγές στις καταναλωτικές συμπεριφορές, όπως συνέβη σε άλλες χώρες, σαν τη Δανία, τη Νορβηγία και τη Σουηδία, στις οποίες η αναλογία των περιβαλλοντικών σε σχέση με το σύνολο των φόρων μειώθηκε αισθητά, λόγω της αλλαγής στην καταναλωτική συμπεριφορά των πολιτών. Η όλη σχετική συζήτηση και ανάλυση, που γίνεται στα πλαίσια του επιστημονικού διαλόγου, κατατείνει στο συμπέρασμα ότι η κλιματική κρίση προσφέρει μια καλά τεκμηριωμένη αιτιολογική βάση για την επιβολή της φορολογίας άνθρακα και της φορολογίας του πλούτου, ο οποίος ασφαλώς δημιουργείται μέσω δράσεων που επιβαρύνουν το περιβάλλον. Όπως αναφέρεται στην ανάλυση του Ινστιτούτου ΕΝΑ, στο συνέδριο της ΕΕ για τη φορολογία του 2023 προτάθηκε η φορολόγηση του πλούτου σε προοδευτική βάση. Αυτή η πρόταση προέκυψε από τη διαπίστωση ότι οι ανισότητες του πλούτου είναι πολύ μεγάλες και αυξάνονται διαρκώς. Στην ΕΕ, το 1% του πλουσιότερου τμήματος του πληθυσμού κατέχει το 25% του συνολικού πλούτου, ενώ το 50% του φτωχότερου πληθυσμού μοιράζεται μόλις το 3% του συνολικού πλούτου της ΕΕ. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν το μέγεθος της ανισότητας και της αδικίας που υφίστανται αφ’ ενός στην κατανομή των πιέσεων που ασκούνται από τις οικονομικές ελίτ στο περιβάλλον και αφ’ ετέρου στο βάρος που σηκώνουν τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα. Αλήθεια πώς θα αισθάνονταν οι άνθρωποι που καταστράφηκαν από τις πλημμύρες στη Θεσσαλία, που όλοι ομολογούν ότι οφείλονται στην κλιματική κρίση, αναλογιζόμενοι το πόσο εκείνοι συνέβαλαν σε αυτή, αλλά ότι θα πρέπει ενδεχόμενα να χρειαστεί να πληρώσουν κάποιο περιβαλλοντικό φόρο στα πλαίσια των ρυθμίσεων που σχεδιάζονται στην ΕΕ; Κλείνοντας πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η πράσινη μετάβαση για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας απαιτεί οικονομικούς πόρους που θα προέλθουν από συστήματα φορολόγησης, εάν και εφ’ όσον αυτά είναι δίκαια.
Αναφορές:
1. Bognar, Julia et al. 2023: Pricing agricultural emissions and rewarding climate action in the agri-food value chain. Rotterdam: Trinomics. 2. Λαζαρέτου, Θ. 2024. Δίκαιη φορολογία για δίκαιη και πράσινη μετάβαση. Παρατηρητήριο Βιώσιμης Ανάπτυξης ΕΝΑ.
*Ο Χρίστος Τσαντήλας είναι γεωπόνος, δρ. Εδαφολογίας, πρ. διευθυντής Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ
(e-mail: christotsadilas@gmail.com).