Στην Ελλάδα που βίωσε (και σε διάφορο βαθμό συνεχίζει να βιώνει) πολλές διαδοχικές κρίσεις (οικονομική, υγειονομική, κλιματική, γεωπολιτική, πληθωρισμού), το φαινόμενο αυτό έχει αφήσει έντονο αποτύπωμα. Η δημόσια χρηματοδότηση για τον πολιτισμό συνεχώς μειώνεται με συνεχή αύξηση του ποσοστού ενίσχυσης των πολιτιστικών φορέων από τον ιδιωτικό τομέα. Παράλληλα, η συνεχής οικονομική αποδυνάμωση των νοικοκυριών λόγω της εντεινόμενης ακρίβειας αναγκάζει τους πολίτες να μειώνουν τα έξοδα για πολιτιστικές εκδηλώσεις, στρεφόμενοι όμως συνήθως σε χαμηλότερης ποιότητας πηγές για την ικανοποίηση των σχετικών επιθυμιών τους. Αυτές είναι κυρίως δραστηριότητες όπως τα τυχερά παιχνίδια, η πορνογραφία, μουσικά είδη που συνήθως προτρέπουν σε βία, υποτίμηση της γυναίκας και χρήση ναρκωτικών, η μεγάλη διάδοση της πρόχειρης διατροφής (junk food) και πολλές εμπορευματοποιημένες ψηφιακές υπηρεσίες που ωθούν σε νέου είδους εθιστικές συμπεριφορές. Όλα αυτά διαδραματίζονται σε μια εποχή που η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης είναι πρώτη προτεραιότητα σε παγκόσμιο επίπεδο, δεδομένου ότι με αιχμή την κλιματική κρίση οι κίνδυνοι αποσταθεροποίησης της μελλοντικής πορείας της ανθρωπότητας είναι μεγάλοι. Ποια είναι επομένως η κατάσταση του πολιτισμού σε αυτό το περιβάλλον και ποια γενικά είναι η σχέση του με την εν γένει ανάπτυξη, πώς επηρεάζεται και τι πρέπει να γίνει ώστε να συνεχίσει να αποτελεί σημαντικό μέρος της βιώσιμης ανάπτυξης και της ευημερίας των ανθρώπων; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που απαντώνται σε μια εξαιρετική ανάλυση του συντονιστή του Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ Γ. Ευσταθόπουλου (ΓΕ-βλ. Αναφορά).
Πριν την αξιολόγηση του Πολιτισμού ως στοιχείο της βιώσιμης ανάπτυξης θεωρείται απαραίτητη μια σύντομη αναφορά στα αγαθά που επιθυμεί να απολαύσει ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να αποκτήσει ευημερία. Τα αγαθά αυτά μπορεί να έχουν αξία αλλά και αρνητική αξία. Ως αγαθά αξίας (meritgoods) ή κοινωνικά αγαθά, έχουν χαρακτηρισθεί από διάσημους ειδικούς εκείνα που τα άτομα πρέπει να απολαμβάνουν ανεξάρτητα ακόμη και από την ικανότητα και επιθυμία τους να πληρώνουν γι’ αυτά, όπως π.χ. η εκπαίδευση, η δημόσια υγεία, οι κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου, οι δημόσιες βιβλιοθήκες, η επίσκεψη σε μουσεία κ.λπ. Τα οφέλη από τα αγαθά αξίας πολλές φορές υπερβαίνουν κατά πολύ το άτομο που τα απολαμβάνει, προκαλώντας ευρύτερο κοινωνικό όφελος. Στον αντίποδα των αγαθών αξίας βρίσκονται τα αγαθά αρνητικής αξίας (demeritgoods). Ως τέτοια χαρακτηρίζονται εκείνα που στηρίζονται στις επιθυμίες και προτιμήσεις («τα θέλω») και σε επίπλαστες συνήθως ψυχολογικές ανάγκες, σχετίζονται με την υπερκατανάλωση και έχουν κοινωνικό κόστος που υπερβαίνει το ιδιωτικό κόστος λόγω του κόστους που επιβάλλεται στην κοινωνία. Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα αγαθών αρνητικής αξίας είναι τα διαδικτυακά παίγνια και η διατροφή χαμηλής αξίας (junk food). Σημειώνεται η καθοριστική συμβολή της διάδοσης των αγαθών αρνητικής αξίας αυτών μέσω των ψηφιακών τεχνολογιών που προσφέρουν υπηρεσίες σχεδιασμένες για τον εθισμό των χρηστών.
Ποια είναι όμως η θέση του πολιτισμού που όπως αναφέραμε σε συνθήκες κρίσης απαξιώνεται σοβαρά, σε όλο αυτό το φάσμα των κοινωνικών διεργασιών που σχετίζονται στενά με την πραγματική ευημερία των ανθρώπων; Στην ανάλυση του ο ΓΕ προκειμένου να δώσει μια εικόνα των αγαθών αξίας και αγαθών αρνητικής αξίας στην Ελλάδα αντιπαραβάλλει δύο δίπολα το ένα από τα οποία είναι «Πολιτισμός – Διαδικτυακά Παίγνια» και το άλλο «Άθληση – Κακή Διατροφή» βασιζόμενος σε στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα οποία είναι εξόχως αποκαλυπτικά.
Το 2023, το 32% περίπου των πολιτών δεν παρακολούθησε θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες κλπ γιατί δεν τους ενδιαφέρει, το 43% δεν επισκέφθηκε χώρους πολιτισμού, όπως αρχαιολογικούς χώρους μνημεία κλπ, το 51% δεν διάβασε βιβλία και το 62% δεν εξασκεί καμία πολιτιστική δραστηριότητα (μουσική, τραγούδι, χορό, θέατρο κλπ). Σε ό,τι αφορά τα διαδικτυακά παίγνια (τζόγος), τα οποία αποτελούν την τυπική περίπτωση ενός αγαθού αρνητικής αξίας, τα στοιχεία είναι εντυπωσιακά. Σημειώνεται ότι ο κλάδος αυτός που υποστηρίζεται επίσημα από την Πολιτεία, παρουσιάζει μεγάλη δυναμική, με βάση τα στοιχεία της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων (ΕΕΕΠ), σύμφωνα με τα οποία τα ετήσια έσοδα ανέρχονται σε 2,35 δισ. ευρώ. Ο αντιπροσωπευτικότερος Οργανισμός στον τομέα αυτό είναι ο Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου (Ο.Π.Α.Π.), ο οποίος ξεκινώντας το 1957 ως δημόσιος οργανισμός είναι σήμερα ιδιωτικός έχοντας σε ολόκληρη τη Χώρα περί τα 3.500 πρακτορεία μέσω των οποίων «παίζονται» πολλά τυχερά παίγνια, όπως ΠΡΟ-ΠΟ, Λόττο, τζόκερ, πρότο, «πάμε στοίχημα» κ.λπ.. Βέβαια από τη φορολόγηση των τυχερών παιγνίων αντλούνται σημαντικά δημοσιονομικά έσοδα (το 2023 ήταν 641 εκ. ευρώ), τα οποία προορίζονται για «κοινωνικές πολιτικές», στις οποίες ωστόσο δεν περιλαμβάνονται μόνο βασικά αγαθά αξίας, όπως η μαζική άθληση, αλλά κατευθύνονται και στον επαγγελματικό αθλητισμό όπως η Super League. Δηλαδή σε έναν εμπορευματοποιημένο τομέα του αθλητισμού, που δυστυχώς συνδέεται με πολλά αγαθά αρνητικής αξίας και πολλά κοινωνικά προβλήματα, όπως η οπαδική βία, η παραβατικότητα νέων κ.λπ. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί ο κίνδυνος του εθισμού σε τυχερά παιχνίδια που είναι η πηγή οικονομικών προβλημάτων και παραβατικών συμπεριφορών που στο τέλος επιφέρουν σημαντικό κόστος στη δημόσια υγεία, στις κοινωνικές υπηρεσίες και στο σύστημα της δικαιοσύνης.
Στο δίπολο «άθληση – κακή διατροφή» τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά. Πολύ πρόσφατες έρευνες σχετικά με τις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων δείχνουν ότι ένας στους τρεις πολίτες καταναλώνουν συστηματικά τρόφιμα από ταχυφαγεία, το 44% απολαμβάνει ανθυγιεινά τρόφιμα και μόλις ένας στους πέντε δεν καταναλώνει πρόχειρο φαγητό και ο ίδιος και η οικογένειά του. Τα αποτελέσματα αυτών των συνηθειών αντανακλώνται στο ότι περίπου 38% των ενηλίκων Ελλήνων είναι υπέρβαροι, και το 25% παχύσαρκοι, το 21% των παιδιών 4-6 ετών είναι παχύσαρκα και στις ηλικίες 10-12 ετών, το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 41% (στοιχεία Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας 2022). Μια σημαντική παρατήρηση είναι ότι τα διατροφικά προβλήματα αφορούν κυρίως τους φτωχότερους πολίτες και στους Δήμους με χαμηλότερο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο που στερούνται ποιοτικών αθλητικών εγκαταστάσεων και αντιμετωπίζουν δυσκολίες πρόσβασης σε αυτές. Σε ό,τι αφορά την άθληση τα αποτελέσματα είναι ακόμα πιο απογοητευτικά. Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο το 68% δεν γυμνάζεται με το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ-27 να είναι στο 45% με την έλλειψη χρόνου να αποτελεί την πιο συνήθη αιτιολογία.
Ανακεφαλαιώνοντας τη συνοπτική παρουσίαση της ανάλυσης του ΓΕ, καταλήγουμε στο σημαντικό συμπέρασμα ότι ο Πολιτισμός και τα άλλα αγαθά αξίας, όπως η άθληση αναψυχής μπορούν να αποτελέσουν τομείς σοβαρούς για την επίτευξη συνθηκών βιώσιμης ανάπτυξης, διότι βοηθούν στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής που δοκιμάζεται από τις εισοδηματικές ανισότητες, την ενδοοικογενειακή βία και παραβατικότητα και την αύξηση των ψυχικών διαταραχών και τις νέες μορφές εθισμού. Επομένως το καταληκτικό συμπέρασμα είναι ότι ο Πολιτισμός πρέπει να προστεθεί ως ισότιμος τέταρτος Πυλώνας της βιώσιμης ανάπτυξης παράλληλα με τον οικονομικό, περιβαλλοντικό και κοινωνικό. Όπως σημειώσαμε και σε άλλο άρθρο («ΕτΔ» 22-5-23 με τίτλο Ανάπτυξη ή Μεγέθυνση; Η περίπτωση του Πρωτογενή Τομέα της Γεωργίας), η «ανάπτυξη» δεν μπορεί να εκτιμάται μόνο μια απλή οικονομική μεγέθυνση που εκφράζεται με το ΑΕΠ μιας χώρας, αλλά και με δείκτες που σχετίζονται με την υγεία, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό και γενικά την ευημερία των ανθρώπων. Με την έννοια αυτή, η εξαγγελία της νέας περιφερειακής αρχής τον περασμένο Δεκέμβριο (σχετική εκδήλωση στο Χατζηγιάννειο) να αναλάβει δράσεις πολιτισμού συσχετίζοντάς της με το περιβάλλον, την ιστορία του τόπου και των ανθρώπων, τις ψυχαγωγικές ασχολίες, τη γαστρονομία με έμφαση στις παιδικές και εφηβικές ηλικίες ιδιαίτερα στις πληγείσες περιοχές είναι πολύ θετική και αναμένεται η υλοποίησή της. Κλείνοντας αισθάνομαι την ανάγκη να σημειώσω ότι παρεμβάσεις σαν αυτή του Γ.Ε. αποτελούν μια όαση στις συνήθως «στεγνές» αναλύσεις περί «ανάπτυξης», με τις οποίες συχνά βομβαρδιζόμαστε.
Αναφορά: Ευσταθόπουλος, Γ. 2024. Η Συμβολή του Πολιτισμού και των Αγαθών Αξίας στη Βιώσιμη Ανάπτυξη. Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, Κύκλος Πολιτισμικής Πολιτικής σε συνεργασία με το Παρατηρητήριο Βιώσιμης Ανάπτυξης. Σελ. 36.