1. Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης Μητσοτάκη αποτελεί συνέχεια προηγούμενων προσπαθειών της να μεταβάλει σταδιακά το status στον τομέα των υδάτων, είτε με την άμεση εμπλοκή ισχυρών ιδιωτικών συμφερόντων, είτε με τη δημιουργία προϋποθέσεων ώστε κάτι τέτοιο να συμβεί σε επόμενη φάση.
Ως παράδειγμα άμεσης ιδιωτικοποίησης θα αναφέρω ενδεικτικά την προσπάθεια να εκχωρηθεί σε ιδιώτες το Εξωτερικό Υδροδοτικό Σύστημα της Αττικής, του πιο μεγάλου αντίστοιχου συστήματος στη χώρα μας. Η αντισυνταγματική αυτή απόφαση «κόλλησε» τελικά στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Ως παράδειγμα προσπάθειας μελλοντικής ιδιωτικοποίησης του τομέα υδάτων θα αναφέρω την απόφαση να υπαχθούν οι Δημοτικές Επιχειρήσεις Υδρευσης και Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ) στην εποπτεία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), παρά τις έντονες αντιδράσεις εργαζόμενων και Δήμων και παρότι από τον ιδρυτικό τους νόμο ΔΕΝ λειτουργούν σε ανταγωνιστικό περιβάλλον (όπως π.χ. συμβαίνει με τις ιδιωτικές εταιρείες ενέργειας). Πρακτικά η κυβέρνηση επιδιώκει, δια της πλαγίας οδού, να διαμορφώσει προϋποθέσεις ανατροπής του κοινωνικού χαρακτήρα των ΔΕΥΑ, με πρόσχημα υπαρκτά προβλήματα λειτουργίας τους, τα οποία οι ίδιες οι κυβερνήσεις δημιούργησαν με τις πολιτικές τους. Αποκορύφωμα αποτελεί η συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης να μην στηρίξει τις ΔΕΥΑ στην κατακόρυφη αύξηση των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας (προς όφελος προφανώς συγκεκριμένων ενεργειακών ομίλων), δημιουργώντας συνθήκες οικονομικού εκτροχιασμού στο σύνολο σχεδόν των επιχειρήσεων αυτών, που η μόνη διαθέσιμη επιλογή τους είναι η μεγάλη επιβάρυνση των δημοτών. Χαρακτηριστική επίσης είναι η επιμονή της κυβέρνησης και για υποχρεωτικές συνενώσεις τους, θέμα που προς το παρόν βρίσκεται σε «διαβούλευση». Στην Ενωση των ΔΕΥΑ θεωρούν «νομικά έωλη και λειτουργικά ανεφάρμοστη» μια τέτοια απόφαση και αρνούνται κατηγορηματικά να την αποδεχθούν, ισχυριζόμενοι πως «θα αποξενώνει την Τοπική Αυτοδιοίκηση από την παροχή των υπηρεσιών ύδρευσης-αποχέτευσης... και θα αφαιρεί τη διαχείριση του νερού από τις τοπικές κοινωνίες».
Θα υπενθυμίσουμε τέλος πως σε ό,τι αφορά στον άλλο σημαντικό τομέα που συνδέεται με τα νερά, αυτόν της υδροηλεκτρικής ενέργειας, οι ιδιωτικοποιήσεις και η «απελευθέρωση» έχουν συντελεστεί από παλαιότερες κυβερνήσεις, με τις γνωστές συνέπειες.
2. Σε παρόμοια λογική κινείται, κατά την άποψή μου, και η πρωτοβουλία για τον ΟΔΥΘ ΑΕ, ο οποίος συστήνεται ως «ενιαίος φορέας άσκησης πολιτικής για την προστασία και τη διαχείριση των υδάτων του Υδατικού Διαμερίσματος Θεσσαλίας» και θα λειτουργεί «χάριν του δημόσιου συμφέροντος σύμφωνα µε τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας».
Παρατηρώ όμως πως, ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η κυβέρνηση δεν έχει ακόμη προχωρήσει στην πλήρη αποζημίωση των πλημμυροπαθών, στην οριστικοποίηση του σχεδιασμού (masterplan) ανασυγκρότησης της πληγωμένης Θεσσαλίας, στην δρομολόγηση της αποκατάστασης όλων των ζημιών, στην αντιπλημμυρική της θωράκιση.
Αντί λοιπόν κυρίως να επικεντρωθεί, μαζί με τους θεσσαλικούς φορείς και την Αυτοδιοίκηση, στις επιτακτικού χαρακτήρα προτεραιότητες της περιοχής μας, επέλεξε να αξιοποιήσει τις καταστροφικές πλημμύρες ώστε να προωθήσει την δημιουργία του ΟΔΥΘ ΑΕ. Εκτιμώ πως η πραγματική επιδίωξή της είναι να υλοποιήσει το πρώτο κρίσιμο στάδιο των ενεργειών που απαιτούνται έως την επίτευξη του τελικού στόχου της για ιδιωτικοποίηση των υδάτων, παρότι η πρωτοβουλία αυτή αντικειμενικά θα διχάσει την τοπική κοινωνία και τους φορείς της. Θα περίμενε επίσης κανείς πως η κυβέρνηση, σε μια τέτοιας σημασίας πολιτική απόφαση, θα μεριμνούσε ώστε, με άνεση χρόνου, να ξεκινήσει ένας καλόπιστος και εποικοδομητικός διάλογος με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Δυστυχώς ,οι όποιες δημοκρατικές ευαισθησίες παραμερίστηκαν και η κυβέρνηση, εντελώς προσχηματικά, πριν αποστείλει το ν/σ στη Βουλή έδωσε ως περιθώριο για διαβούλευση τον εκπληκτικό χρόνο των εννέα ημερών! Η στάση αυτή κατά την άποψή μου συνιστά πρόκληση και συνάμα περιφρόνηση στις απόψεις των Θεσσαλών πολιτών και φορέων τους. Τελικά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αξιοποιώντας την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία, αναμένεται να «περάσει» εύκολα το επίμαχο ν/σ και, μέσω αυτής της Ανώνυμης Εταιρείας, θα εξασφαλίσει τελικά τον απόλυτο έλεγχο στο αρδευτικό νερό (δηλαδή το 95% των υδάτων που καταναλώνονται στη Θεσσαλία), με ότι κινδύνους αυτό συνεπάγεται για τις μελλοντικές τιμές χρέωσης και συνολικά την τύχη του ευαίσθητου αυτού τομέα. Στο πλαίσιο της διαβούλευσης, παράγοντες τού χώρου των ΟΕΒ ανέπτυξαν τα επιχειρήματα τους απέναντι στην «σαρωτική» λογική του ΥΠΕΝ. Ενδεικτικά, από τον ΤΟΕΒ Ταυρωπού αναφέρουν πως οι οργανισμοί αυτοί «έχουν αναπτύξει μια ιδιαίτερη τεχνογνωσία, η οποία σε συνδυασμό με... την γνώση της μορφολογίας της περιοχής στην οποία δραστηριοποιούνται, έχουν οδηγήσει στην... αποτελεσματική επίλυση των καθημερινών προβλημάτων... (Έτσι), σε περίπτωση διάλυσης των οργανισμών θα υπάρξουν ανυπέρβλητα κωλύματα στην άρδευση των χωραφιών, ...βλάβες στην λειτουργία του δικτύου,... ανεπανόρθωτες καταστροφές στις καλλιέργειες...». Επισημαίνουν επίσης πως «Ανυπέρβλητα προβλήματα θα δημιουργηθούν από την τυχόν κατάργηση των οικονομικά εύρωστων Οργανισμών, καθώς η συνεισφορά των Μελών και η εξοικονόμηση πόρων που έχει γίνει όλα αυτά τα χρόνια δημιούργησε ένα κεφάλαιο (αποθεματικό, πάγια στοιχεία, μηχανήματα), που εν τοις πράγμασι ανήκουν στα ίδια τα Μέλη».
Σοβαρές επιφυλάξεις για το ίδιο θέμα διατυπώνονται και από την ολλανδική εταιρία HVA, η οποία «...εκφράζει τις ανησυχίες της» και συνιστά «.....να αποφεύγεται η λήψη μιας βιαστικής και ριζοσπαστικής απόφασης εξ ολοκλήρου ... (δεδομένου πως)... οι ΤΟΕΒ φαίνεται να επιτελούν σημαντική λειτουργία για τη διαχείριση και τη λειτουργία των αρδευτικών υποδομών. ...(και) η ύπαρξη αυτού του είδους οργάνωσης αποτελεί πραγματικό πλεονέκτημα. .... Έτσι, μια σημαντική αναμόρφωση αυτού του συστήματος θα μπορούσε να ...αυξήσει την απόσταση μεταξύ του φορέα διαχείρισης και των τελικών χρηστών...».
Τώρα τις τεκμηριωμένες αυτές παρατηρήσεις των ΟΕΒ και της HVA η κυβέρνηση αναμένεται να πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων. Ειδικά οι θέσεις της HVA για τον οργανισμό ήταν προαποφασισμένο να αγνοηθούν, δεδομένου πως η εκπόνηση του ν/σ είχε γίνει πολλούς μήνες ενωρίτερα! Προφανής η σπουδή αλλά και το έλλειμμα υπευθυνότητας των αρμοδίων.
3. Λίγα λόγια για όσους καλοπροαίρετα αμφισβητούν εάν πράγματι όλα όσα προανέφερα αποτελούν επαρκή στοιχεία ώστε να αποδώσει κανείς στους κυβερνώντες προθέσεις ιδιωτικοποίησης των υδάτων.
Για να αξιολογήσουν την κατάσταση θα πρότεινα να αναζητήσουν αναλογίες η ομοιότητες με την θλιβερή ιστορία της ιδιωτικοποίησης άλλων βασικών δημόσιων αγαθών. Ας θυμηθούν το παράδειγμα της ΔΕΗ και τα βήματα που μεθοδικά προηγήθηκαν ώστε να μετατραπεί σε Ανώνυμη Εταιρεία και να λειτουργεί τελικά με αποκλειστικό στόχο την παραγωγή όλο και περισσότερων κερδών, επιλέγοντας την κατακόρυφη αύξηση των τιμολογίων της με τεράστιες επιπτώσεις στον οικογενειακό προϋπολογισμό των μεσαίων και των χαμηλότερων εισοδηματικά στρωμάτων. Ας σκεφθούν ακόμη τα τεράστια κέρδη και σε άλλους κλάδους που «απελευθερώθηκαν», όπως πχ των τηλεπικοινωνιών και του φυσικού αερίου και ας βγάλουν τα συμπεράσματά τους.
4. Χρήσιμη θεωρώ πως θα είναι μία αναφορά σε γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος που επέτρεψαν ουσιαστικά αυτήν την άνετη εκπόρθηση του τομέα των υδάτων με όπλο τις νεοφιλελεύθερες απόψεις της σημερινής κυβέρνησης.
Είναι γνωστό πως η ευρωπαϊκή οδηγία 2000/60 για τα νερά εφαρμόστηκε ουσιαστικά με τη θέσπιση του πρώτου Σχεδίου Υδάτων (ΣΔΛΑΠ) τον Σεπτέμβριο του 2014 (κυβέρνηση Σαμαρά). Τότε πολλοί αιθεροβάμονες, μεταξύ των οποίων και ο υπογράφων, ελπίζαμε και προεξοφλούσαμε πως θα δημιουργηθεί ένας ενιαίος αποκεντρωμένος κρατικός φορέας ΔΥ σε κάθε Υδατικό Διαμέρισμα, με την συμμετοχή των χρηστών νερού και της Αυτοδιοίκησης, δεδομένης και της σημασίας του, τόσο για την προστασία του περιβάλλοντος όσο και για την βιώσιμη ανάπτυξη της περιοχής μας.
Τρία στοιχεία ήταν τότε απολύτως ενθαρρυντικά στις προσδοκίες μας. Το πρώτο ήταν πως στη χώρα μας ήδη από το 1987, επί υπουργίας Α. Πεπονή, είχε θεσπισθεί ο Ν. 1739 για τα νερά. Έστω και εάν ο νόμος αυτός ουδέποτε έτυχε ουσιαστικής εφαρμογής, είχε ήδη θέσει τις αρχές για την ορθολογική χρήση των υδάτων, προσφέροντας σημαντική βάση εκκίνησης σε μία επόμενη κυβέρνηση. Το δεύτερο ελπιδοφόρο στοιχείο ήταν η σταθερή επί δεκαετίες στήριξη του αιτήματος αυτού από όλους, χωρίς εξαίρεση, τούς πρωτοβάθμιους και δευτεροβάθμιους φορείς Αυτοδιοίκησης στη Θεσσαλία, που επί τέσσερις δεκαετίες είχαν ανεπιφύλακτα ενσωματώσει στις διεκδικήσεις τους τις σχετικές προτάσεις και επεξεργασίες επιστημονικών φορέων και Επιμελητηρίων. Το τρίτο στοιχείο αισιοδοξίας ήταν η κυβερνητική αλλαγή εκείνης της περιόδου, όπου η κυβέρνηση Τσίπρα προσέφερε άφθονες υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις και φιλοπεριβαλλοντικές πολιτικές, καθώς μάλιστα η κατάσταση στα υδάτινα οικοσυστήματα είχε επιδεινωθεί δραματικά. Δυστυχώς και παρά τις παραινέσεις ΟΛΩΝ των φορέων της Θεσσαλίας, τα αλλεπάλληλα υπομνήματα, τα συμπεράσματα συνεδρίων (πχ ΠΕΔ/Θ με πρόεδρο τον Γ. Κωτσό, ΓΕΩΤΕΕ/ΚΕ, ΤΕΕ/ΚΔΘ,ΕΘΕΜ κα) τα οποία υποβάλλαμε αρμοδίως, τις παραστάσεις μας στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, τις παραστάσεις μας σε κυβερνητικά στελέχη (π.χ. Β. Κόκκαλης, υφυπουργός Γεωργίας) και άλλες σχετικές ενέργειες, καμία ανταπόκριση δεν υπήρξε από την κυβέρνηση Τσίπρα στο κρίσιμο και συνάμα υπερώριμο αυτό ζήτημα, ούτε βεβαίως από τους αρμόδιους υπουργούς, οι οποίοι σημειωτέον ήταν στελέχη «πρώτης γραμμής» (π.χ. Σκουρλέτης, Σταθάκης και Φάμελλος από τον ΣΥΡΙΖΑ, Τσιρώνης και Δημαράς από οικολόγους-πράσινους). Είμαι σε θέση να ισχυριστώ πως έστω και ένα μικρό ποσοστό από την προσπάθεια που με τόση επιμονή όλοι οι προαναφερθέντες κατέβαλαν για την «ακύρωση» των έργων Αχελώου, θα ήταν ίσως αρκετή ώστε να δημιουργηθεί ένας τέτοιος φορέας και να τεθούν ισχυρά εμπόδια ώστε να αποφευχθεί αυτό που συμβαίνει σήμερα.
Τώρα στη Βουλή εξαπολύουν τα πυρά τους εναντίον της κυβέρνησης Μητσοτάκη, χωρίς όμως να κάνουν κάποια αναδρομή στην απουσία δικής τους αντίστοιχης πρωτοβουλίας στα τεσσεράμισι χρόνια διακυβέρνησης. Την αξιοπιστία λοιπόν του αντιπολιτευτικού τους λόγου, σε συνδυασμό με το προφανές έλλειμμα της αυτοκριτικής τους διάθεσης, το αφήνω στην κρίση των αναγνωστών.
5. Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω πως το υπό ψήφιση ν/σχ δημιουργεί βάσιμες αμφιβολίες για την τόσο αναγκαία ολιστική και αποτελεσματική ΔΥ. Εξάλλου, όπως επισημαίνεται και από την ΗVA, η ολοκληρωμένη προσέγγιση είναι το κλειδί τόσο για τη διαχείριση των υδάτων όσο και για τη διαχείριση των πλημμυρών.
Για όλους τους λόγους όμως που προαναφέρθηκαν διατηρώ ζωηρές ανησυχίες ως προς την επιτυχία του εγχειρήματος, είτε πρόκειται για την οικονομική βιωσιμότητα του πρωτογενούς (και όχι μόνο) τομέα, είτε για την περιβαλλοντική προστασία και αναβάθμιση των υδάτινων οικοσυστημάτων. Μακάρι οι εξελίξεις να με διαψεύσουν.