Αρχικά μου έκανε ιδιαίτερα κακή εντύπωση η αντιμετώπιση της μετάθεσης του υπουργού Γεωργίας στο Υπουργείο Εσωτερικών. Για όλα τα ΜΜΕ ο κ. Βορίδης αναβαθμίστηκε! Τόσο υποβαθμισμένο είναι ένα Υπουργείο που ασχολείται με το πρωτογενή τομέα της χώρας; Τόσο χαμηλής προτεραιότητας είναι ο πρωτογενής τομέας για τον πολιτικό σύστημα της χώρας και τα ΜΜΕ της Αθήνας που το καλύπτουν; Το πόσο σημαντικός είναι ο πρωτογενής τομέας για την ανάπτυξη της χώρας, είναι μόνο για τα λόγια του πολιτικού προσωπικού όταν αναφέρονται στην έξοδο από την κρίση και από τα μνημόνια και στην αλλαγή του μοντέλου της χώρας προς μια οικονομία που θα στηρίζεται στην παραγωγή και όχι στις υπηρεσίες και τα δανεικά για να τις πληρώνουν; Αυτό προφανώς εξηγεί την ανυπαρξία Εθνικής Αγροτικής Πολιτικής. Αφεθήκαμε από το 1980 (και λίγο πριν που οι παλαιότεροι θυμόμαστε τον τότε Πρωθυπουργό με τον υπουργό Οικονομικών να μοιράζουν βιβλιάρια τραπεζών για να βάζουν οι αγρότες τα χρήματα των επιδοτήσεων!) στην ΚΑΠ της Ε.Ε. και στο κυνήγι των επιδοτήσεων πάνω και κάτω από το τραπέζι χωρίς να ενδιαφερθούμε για την πραγματική αύξηση της παραγωγικότητας που θα έδινε πλούτο στη χώρα και αξιοπρεπή εισοδήματα στους αγρότες. Αυτό στην αρχή βόλεψε και τους αγρότες, καθώς είχαμε γρήγορη άνοδο των τιμών για να φτάσουμε τις τότε εγγυημένες Ευρωπαϊκές. Όταν όμως άρχισαν να μειώνονται οι επιδοτήσεις με τη μεταβολή της καταβολής τους στην έκταση και όχι στο προϊόν (παλιές εγγυημένες τιμές) και οι τιμές των εισροών αυξήθηκαν, ο περιορισμός του εισοδήματος έκανε πολλές εκμεταλλεύσεις μη βιώσιμες. Και τότε όμως αντί να στραφούμε σε μια αναδιάρθρωση των καλλιεργειών προς καλλιέργειες υψηλής αξίας και ανάπτυξη της κτηνοτροφίας εμείς κυνηγούμε ακόμη επιδοτήσεις ή μικρο-αποζημιώσεις. Όπως η νιτρο-ρύπανση, η βιολογική γεωργία χωρίς υποχρέωση παραγωγής προϊόντων και τελευταία η επιδότηση πετρελαίου. Δεν εκπονήσαμε ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα ανάπτυξης του πρωτογενούς τομέα, ούτε ένα πρόγραμμα που να προβλέπει τις καλλιέργειες και τις ανάγκες τους σε νερό δεν έχουμε, δεν οργανώσαμε ένα σύστημα γεωργικών εφαρμογών που να συμβουλεύει και να καθοδηγεί τους αγρότες, δε δημιουργήσαμε ένα σύστημα σύνδεσης έρευνας και παραγωγής του πρωτογενούς τομέα, δεν κατευθύναμε τη γεωργική έρευνα στην επίλυση προβλημάτων της ελληνικής παραγωγής, δεν κάναμε επενδύσεις σε υποδομές που θα στηρίξουν τη γεωργική παραγωγή, όπως υποδομές διαχείρισης των υδάτων, υποδομές συγκράτησης-ταμίευσης των νερών και ρύθμισης της ροής τους για να προστατεύσουμε περιοχές από πλημύρες, δε δημιουργήσαμε υποδομές αποθήκευσης νερού, για κάλυψη των αρδεύσεων με χαμηλού κόστους και καλής ποιότητας επιφανειακά νερά αλλά και όγκους υδάτων ως απόθεμα ασφαλείας για περιόδους ξηρασίας, δεν πήραμε κανένα μέτρο για την υπερεκμετάλλευση των υπογείων υδάτων με άμεσο κίνδυνο εισόδου θαλασσινού νερού στους υδροφορείς και καταστροφής των εδαφών από άρδευση με υφάλμυρα νερά, δεν πήραμε κανένα μέτρο προστασίας των εδαφών από τη διάβρωση, δεν πήραμε κανένα μέτρο για διατήρηση και ενίσχυση της γονιμότητας και υγείας του εδάφους, δεν πήραμε κανένα μέτρο για την προστασία της βιοποικιλότητας, δεν παίρνουμε κανένα μέτρο προσαρμογής στην κλιματική κρίση. Αντίθετα επιτρέψαμε να χρησιμοποιηθεί γόνιμη αγροτική γη για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών όταν υπάρχουν πάρα πολλά υποβαθμισμένα από τη διάβρωση εδάφη, αλλά και πετρώδεις λόφοι για να εγκατασταθούν. Επί του πιεστηρίου: Βέβαια οι «οικολόγοι» του όχι διαμαρτύρονται για την εγκατάσταση Φ/Β στο άγονο Γεντίκι!
Αυτό είναι μια διαχρονική και διακομματική αντίληψη για τον πρωτογενή τομέα. Δυστυχώς οι αγρότες δεν αντιδρούν σε αυτήν την πραγματικότητα. Αρκούνται σε κάποια ψίχουλα επιδοτήσεων χωρίς να αντιλαμβάνονται τις δυνατότητες που υπάρχουν. Προφανώς δεν τις διεκδικούν. Επιπλέον αρνούνται να οργανωθούν για να δυναμώσουν τη διαπραγματευτική τους ικανότητα στην αλυσίδα παραγωγής τροφίμων. Είναι ο αδύναμος κρίκος όταν διαπραγματεύονται την αγορά των προμηθειών τους, αλλά και την πώληση των προϊόντων τους. Περιορίζονται σε διαμαρτυρίες ότι αδικούνται από διάφορες πλευρές και περιμένουν λύση από ένα πατερναλιστικό πολιτικό σύστημα που φυσικά δεν μπορεί να τους τη δώσει. Διότι σήμερα οι αγορές είναι παγκόσμιες και οι τιμές των προϊόντων καθορίζονται από στοιχεία, όπως η προσφορά και η ζήτηση, τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά και η πιστοποίησή τους. Την προσφορά και τη ζήτηση η μικρή μας παραγωγή δεν την επηρεάζει. Αυτό κάνει το σιτάρι να έχει 180 ευρώ τον τόνο πριν λίγα χρόνια και 230 ευρώ σήμερα. Το ίδιο με το καλαμπόκι που από 150 ευρώ, σήμερα έχει 250 ευρώ/τόνο. Οι διακυμάνσεις των τιμών θα υπάρχουν και στο μέλλον και πρέπει να προσαρμοστούμε. Τι μπορούμε να επηρεάσουμε; Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των προϊόντων και την πιστοποίησή τους. Δύο στοιχεία που επηρεάζουν τις τιμές που πετυχαίνουμε. Το κέρδος όμως που θα έχουμε μπορούμε να πετύχουμε κυρίως με μείωση του κόστους παραγωγής.
Όταν αναφερόμαστε σε ποιότητα δεν αρκεί αυτό που αυτάρεσκα λέμε ότι τα προϊόντα μας είναι υψηλής ποιότητας χάρη στον ήλιο μας. Ποιότητα είναι αυτό που ζητά ο καταναλωτής και είναι διατεθειμένος να πληρώσει για να αποκτήσει τα προϊόντα. Αυτή είναι διαφορετική σε κάθε χώρα, αλλά και στον κάθε άνθρωπο. Επομένως οφείλουμε να μάθουμε τι ζητά η κάθε αγορά για να το παράγουμε και να το εξάγουμε. Να μάθουμε να το παράγουμε με μεθόδους που να πιστοποιούνται για να εξασφαλίζουν την υγεία των καταναλωτών. Τι κάνουμε εμείς; Θα το συζητήσουμε σε επόμενα σημειώματα.
Γράφει ο Φάνης Γέμτος,
γεωπόνος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας