Η παραγωγή είναι πρωιμότερη σε σχέση με τον μέσο όρο της Π.Ε. Λάρισας».
Αυτό αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Δ/νση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής Π.Ε. Λάρισας, η οποία σε συνεργασία με το Περιφερειακό Κέντρο Προστασίας Φυτών, Ποιοτικού και Φυτοϋγειονομικού Ελέγχου Βόλου ενημερώνει –με ανακοίνωση - τους βαμβακοπαραγωγούς της Π.Ε. Λάρισας για τις απαραίτητες ενέργειες αποτελεσματικής φυτοπροστασίας της βαμβακοκαλλιέργειας.
Σχετικά με τις καλλιεργητικές πρακτικές που πρέπει να ακολουθηθούν, αναφέρονται τα εξής:
ΑΠΟΦΥΛΛΩΣΗ: Η Υπηρεσία υπενθυμίζει στους παραγωγούς που έχουν όψιμες φυτείες, ότι όταν το ποσοστό ανοίγματος των καψών είναι στο 25-40%, μπορούν να εφαρμόσουν ορμονικά επιταχυντικά σκευάσματα τα οποία επιπρόσθετα λειτουργούν ως αποφυλλωτικά και ως βοηθητικά ωρίμανσης, καθώς αυξάνουν τον ρυθμό ανοίγματος των καψών και πρωιμίζουν τη συγκομιδή. Η δράση των ορμονικών επιταχυντικών σκευασμάτων είναι τελείως διαφορετική απ’ εκείνη των αποφυλλωτικών, καθώς η δράση τους απελευθερώνει αέριο αιθυλένιο στους φυτικούς ιστούς που συντελεί στην επιτάχυνση της ωρίμανσης των καψών, ενώ τα αποφυλλωτικά δρουν απευθείας στα φύλλα βοηθώντας στην πτώση αυτών. Τα αποφυλλωτικά σκευάσματα πρέπει να εφαρμόζονται όταν έχει ανοίξει τουλάχιστον το 60% των καψών. Η πρόωρη αποφύλλωση υποβαθμίζει την ποιότητα του βαμβακιού και αρκετές φορές επιφέρει ανεπιθύμητα αποτελέσματα, όπως π.χ. μισοάνοιγμα των καψών και «καραμελοποίηση» αυτών. Επίσης, η αύξηση της αποτελεσματικότητας των αποφυλλωτικών σκευασμάτων απαιτεί τις παρακάτω προϋποθέσεις: 1) ευνοϊκές θερμοκρασίες ημέρας και νύχτας (μεγαλύτερες των 15-18° C) για 4-5 ημέρες μετά την εφαρμογή, 2) χαμηλή εδαφική υγρασία και 3) ηλιοφάνεια. Αντίθετες από τις προαναφερόμενες κλιματικές συνθήκες παρεμποδίζουν ή καθυστερούν τη δράση των αποφυλλωτικών. Στις περιπτώσεις που η εδαφική υγρασία είναι υψηλή ή όταν η αποφύλλωση πραγματοποιείται αργοπορημένα και αναμένονται βροχοπτώσεις, συνιστάται στους παραγωγούς να προσθέτουν αποξηραντικά των οφθαλμών σκευάσματα μέσα στο διάλυμα του αποφυλλωτικού, για την αποφυγή ανεπιθύμητων αναβλαστήσεων. Επίσης, η εφαρμοζόμενη ποσότητα του αποφυλλωτικού σκευάσματος είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς μικρότερη δόση αποφυλλωτικού από τη συνιστώμενη δεν ξηραίνει τα φύλλα, ενώ μεγαλύτερη δόση από τη συνιστώμενη, συνήθως ξηραίνει τα φύλλα αλλά ταυτόχρονα τα αφήνει κολλημένα πάνω στο βαμβακοστέλεχος. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ποιοτική υποβάθμιση του προϊόντος, καθώς οι ίνες του βαμβακιού αναμιγνύονται με τρίμματα ξηρών φύλλων. Η αποφύλλωση πρέπει να πραγματοποιείται 12-15 ημέρες περίπου πριν την αναμενόμενη συγκομιδή, προκειμένου να μεσολαβεί ο απαραίτητος χρόνος για την καλύτερη ωρίμανση των καψών και το ανοιγμένο βαμβάκι να μην παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα εκτεθειμένο στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Στις περιπτώσεις που οι παραγωγοί διαπιστώσουν ότι τα βαμβακόφυτα έχουν πάρα πολύ φύλλωμα, συνιστάται να κάνουν έναν πρώτο ψεκασμό με τη μισή δόση του αποφυλλωτικού (όταν έχει ανοίξει το 20-30% των καψών) για να αραιώσουν το φύλλωμα. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η καλύτερη διείσδυση του αέρα και του ήλιου στη βάση των φυτών, διευκολύνοντας έτσι την ωρίμανση των κατώτερων καψών του φυτού, ενώ τα εναπομείναντα φύλλα του στελέχους και οι κάψες που βρίσκονται ψηλότερα συνεχίζουν φυσιολογικά την ωρίμανσή τους. Ο συγκεκριμένος πρώτος ψεκασμός πρέπει να πραγματοποιείται όταν οι κάψες στη βάση των φυτών έχουν την ηλικία που απαιτείται για να ανοίξουν, καθώς σε αντίθετη περίπτωση παρουσιάζονται φαινόμενα «καραμελοποίησής» τους. Στη συνέχεια και αφού έχει ανοίξει το 60% των καψών, οι παραγωγοί μπορούν να προβούν στον δεύτερο ψεκασμό με το αποφυλλωτικό, η δόση του οποίου εξαρτάται από το ποσοστό του εναπομείναντος φυλλώματος. Σε κάθε περίπτωση, ο παραγωγός θα πρέπει να ακολουθεί τις οδηγίες που αναγράφονται στην ετικέτα του σκευάσματος που θα εφαρμόσει.
Τέλος σχετικά με τη συγκομιδή και αποθήκευση η Υπηρεσία επισημαίνει στους βαμβακοπαραγωγούς ότι κατάλληλο για αποθήκευση είναι μόνο το σύσπορο βαμβάκι που έχει υγρασία έως 12%, καθώς επίπεδα υγρασίας άνω του 12% συντελούν στην υπερθέρμανση του βαμβακιού και συνεπώς στην ποιοτική του υποβάθμιση.