Προς το μεσημεράκι ο ουρανός άρχισε να κάνει μούτρα, ο Κέλσιος που είχε κατασκηνώσει στα ψηλώματα ξεκίνησε να κατεβαίνει στη ρεματιά. Και τ’ απόγευμα ξαφνικά φθινόπωρο, πρωτοβρόχια, νερό με το τουλούμι. Κι ακολούθησε η πρώτη βραδιά μετά από καιρό που τα τσιμέντα της πόλης δεν άχνιζαν. Μια ανάσα που χρειαζόταν...
Ζ.