Γράφει ο Ηλίας Κανελλης
Ήταν χούντα. Παραμονές ενός Πάσχα, λογικά πρέπει να ήταν Μεγάλη Τετάρτη, δεν θυμάμαι τη χρονιά. Η καμπάνα της εκκλησίας του μικρού χωριού κάπου στην ελληνική επαρχία κτυπούσε πένθιμα, αλλά οι άντρες και όλα τα αγόρια του δημοτικού και του γυμνασίου αδιαφορούσαμε για τα Άγια Πάθη. Η ασπρόμαυρη τηλεόραση του μεγάλου καφενείου στο χωριό θα έδειχνε απευθείας ένα σπουδαίο ματς, προημιτελικό ή ημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης. Έπαιζε ο Άγιαξ, η απόλυτη ομάδα, με κάποια άλλη – που δεν τη θυμάμαι, επίσης, κι ούτε έχει σημασία.
Το ματς άρχισε, ο Διακογιάννης μετέδιδε την εξέλιξή του και, κάποια στιγμή, σε μια σύγκρουση, ο Κρόιφ, ο άνθρωπος με τη φανέλα με το νούμερο 14, ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής του Άγιαξ εκείνης της περιόδου, κέρδισε ένα φάουλ. Μόνο που ταυτόχρονα έπαθε κι ένα σοβαρό χουνέρι. Ο αντίπαλός του του έριξε μια στραβοκλοτσιά η οποία δεν τον πέτυχε μεν, αλλά του έσκισε το σορτσάκι. Με το σλιπάκι αισθανόταν πολύ άβολα, σχεδόν γυμνός, μέσα σε ένα στάδιο 80.000 θεατών όπου όλοι τον επευφημούσαν. Ύστερα, όμως, φόρεσε το νέο σορτσάκι, άφησε πίσω την αμηχανία του, κτύπησε το φάουλ και συνέχισε να τρέχει. Και οι θεατές συνέχισαν να τον χειροκροτούν.
Ο Γιόχαν Κρόιφ ήταν ένα αστέρι του γηπέδου. Ένα αδύνατο λεπτό αγόρι, αέρινο, που όργωνε το γήπεδο και, παρότι συχνά είχε αντιπάλους πιο ογκώδεις ή πολύ σκληρούς, εκείνος είχε μια φοβερή ικανότητα να τρέχει στο τερέν σαν χορευτής, να αποφεύγει τους αντιπάλους, να συνεννοείται με τους συμπαίκτες, να κερδίζει και να μοιράζει την μπάλα, να οργανώνει το παιχνίδι, να κερδίζει τις μάχες. Και να αποθεώνεται.
Εκείνο το βράδυ ο Άγιαξ έριξε δυο γκολάκια, το ένα από πάσα του Κρόιφ, το άλλο με κεφαλιά του. Θυμάμαι το σκορ, θυμάμαι και τον ενθουσιασμό των φιλάθλων του καφενείου. Ειδικά εγώ, είχα έναν ακόμα λόγο να αισθάνομαι χαρούμενος. Επιτέλους, εκείνο το βράδυ είχα πιεί την πρώτη μου κόκα κόλα. Ήταν απαγορευμένο ποτό, κι είχα χαρά που αμάρτησα.
***
Οι μύθοι παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στη ζωή μας, έτσι κι αλλιώς ο άνθρωπος δεν ζει μόνο για να αντιμετωπίζει τη σκληρή πλευρά της καθημερινότητάς του, χρειάζεται ανάπαυλες, χρειάζεται αναψυχή, χρειάζεται ξεκούραση, χρειάζεται ελεύθερο χρόνο και, προφανώς, χρειάζεται δραστηριότητες και πρόσωπα για να ταυτιστεί μαζί τους. Μια τέτοια δραστηριότητα μπορεί να είναι ο αθλητισμός και ειδικά το ποδόσφαιρο ως μια εκδοχή αθλητικού συμβάντος αλλά και ως σήμα της μαζικής κουλτούρας.
Και όπως συμβαίνει στη μαζική κουλτούρα, το ποδόσφαιρο παράγει είδωλα με τα οποία οι φίλαθλοι ταυτίζονται – με τον ίδιο τρόπο που παράγει είδωλα η μουσική ή ο κινηματογράφος, άλλες δημοφιλείς εκδοχές μαζικής διασκέδασης.
Η αλήθεια είναι ότι το ποδόσφαιρο στη χούντα ήταν, για όσους ζούσαμε σε πολιτικοποιημένα σπίτια, λίγο συκοφαντημένο. Ενώ δεν απαγορεύονταν η μουσική ή ο κινηματογράφος, το ποδόσφαιρο για τους αυστηρούς γονείς παιδιών που επιθυμούσαν κοινωνική άνοδο μέσω της παιδείας θεωρούνταν κάτι παρακατιανό. Ήδη, μάλιστα, είχε κερδίσει πολύ έδαφος η άποψη ότι η μπάλα είναι το όπιον του λαού, ότι χάρη στα ματς που κατά κόρον μετέδιδε η τηλεόραση καταπολεμούνταν η πολιτικοποίηση των πολιτών, οι οποίοι, σε συνθήκες μαζικής αποβλάκωσης, ήταν κολλημένοι στην τηλεόραση. Το καθεστώς χειραγωγούσε τους πολίτες, έτσι νόμιζαν τότε οι πολιτικοποιημένες φωνές, μέσω της τηλεόρασης και, ιδίως, μέσω της μετάδοσης της μπάλας.
Προσωπικώς, παραξενευόμουν. Πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο αντιπνευματικό πράγμα το ποδόσφαιρο από τη στιγμή που δέσποζε η κορυφαία ομάδα της εποχής, ο Άγιαξ, και σε αυτή ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής της εποχής, ο Γιόχαν Κρόιφ; Αυτός ο λεπτός, αέρινος, καθαρός παίκτης, που όταν τον έβλεπες στο γήπεδο δεν μπορούσες να φανταστείς ότι η μπάλα είναι τίποτα άλλο από μια δεξιοτεχνική άσκηση υψηλών προσδοκιών, ένα αυτοσχεδιαστικό μπαλέτο, μια παράσταση στην οποία συγκλίνουν εξυπνάδα και ταλέντο, σωματική δύναμη και εξυπνάδα.
Ήταν ωραίο πράγμα το ποδόσφαιρο του Κρόιφ. Δεν είχε χουλιγκανισμό ούτε αντρίλα ούτε φαντασιώσεις κυριαρχίας – όταν έχανε μια ομάδα, ιδίως αν οι παίκτες είχαν ιδρώσει τη φανέλα, οι οπαδοί τους χειροκροτούσαν. Ήταν παιχνίδι, και όπως κάθε παιχνίδι χρειαζόταν δεξιοτεχνία, εξυπνάδα και, αφού διεξαγόταν στο γήπεδο, απαιτούσε και νεότητα, πολλή νεότητα.
Και περίσσευε η νεότητα στην ομάδα εκείνη του Άγιαξ.
***
Όταν έπεσε η χούντα, ο Άγιαξ είχε παραμεριστεί από τον θρόνο του θεάματος. Αλλά η ενοχή των πολιτικοποιημένων, ότι το ποδόσφαιρο ήταν το όπιον του λαού με το οποίο η χούντα μας χειραγώγησε δηλητηρίαζε τη νεανική, γεμάτη αφελή ιδεολογικά σχήματα, νεότητά μας.
Και τότε, κάποια στιγμή, βγήκε ο αγαπημένος μας ποιητής, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, που δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο «Άγιαξ για πάντα». Έγραφε μεταξύ άλλων:
«Θα μας θυμίσει άραγε κάποιος καμιά φορά πάλι πως το ποδόσφαιρο δεν είναι πια απλώς τεχνική, δεν είναι πια απλώς δύναμη, δεν είναι άθροισμα από εξωνημένες βεντέτες; Θα μας θυμίσει πάλι κανείς την έμπνευση, τη γοητεία του απρόοπτου, τον αυθορμητισμό που γίνεται σοφία και τη σοφία που φαντάζει σαν αυθορμητισμός, το ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να είναι το πιο μοντέρνο χορογραφικό έργο τέχνης, όπως μας απέδειξαν και μας το δίδαξαν οι νέοι Νιζίνσκι της δεκαετίας του '70;»
Κράτησα εκείνο το κείμενο στην καρδιά μου. Με αυτό ποδοπάτησα τις ιδεολογικές ενοχές που είχα νιώσει και, έκτοτε, δεν έπαψα να αναζητώ την πνευματική απόλαυση που, συχνά, κρυβόταν, πιο γνήσια, σε συκοφαντημένες πλευρές της λαϊκότητας. Μοναδική μορφή αυτής της λαϊκότητας ήταν ο Γιόχαν Κρόιφ (αθάνατος, κι ας πέθανε προχθές).
Και μοναδικό ποτό που θα συνοδεύει την εντύπωση που μου έκανε η φτιαξιά του, το παιχνίδι του, οι εμπνεύσεις του, οι πανηγυρισμοί του, η εξυπνάδα του, θα είναι πάντα η κόκα κόλα – το σύμβολο της απαγόρευσης που αψήφησα.