Οι καύσωνες που προκαλούνται από την ανθρωπογενή κλιματική κρίση έχουν κοστίσει στην παγκόσμια οικονομία περίπου 16 τρισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με νέα μελέτη. Η συγκεκριμένη έρευνα υπολογίζει τον οικονομικό αντίκτυπο της ακραίας ζέστης στις υποδομές, τη γεωργία, την παραγωγικότητα, την ανθρώπινη υγεία και άλλους τομείς.
«Έχουμε υποτιμήσει το πραγματικό οικονομικό κόστος που έχουμε υποστεί λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη μέχρι στιγμής, και πιθανότατα υποτιμούμε το κόστος που θα προκύψει στο μέλλον», δήλωσε ο Τζάστιν Μάνκιν, επίκουρος καθηγητής γεωγραφίας στο Dartmouth College και κύριος συγγραφέας της μελέτης που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Science Advances».
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τις μεγαλύτερες επιπτώσεις της ακραίας ζέστης τις βιώνουν οι πληθυσμοί των αναπτυσσόμενων χωρών και ειδικά εκείνων που βρίσκονται σε τροπικές περιοχές, παρά το γεγονός ότι παράγουν τις λιγότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Αυτό συμβαίνει επειδή είναι θερμότερες και επομένως πλήττονται περισσότερο από τους καύσωνες, αλλά και επειδή είναι πιο ευάλωτες οικονομικά και επομένως πιο επιρρεπείς στην οικονομική ύφεση και στο κόστος προσαρμογής στην κλιματική κρίση.
Χρησιμοποιώντας δεδομένα που καλύπτουν περίπου το 66% του παγκόσμιου πληθυσμού, οι ερευνητές μελέτησαν τις μετρήσεις θερμοκρασίας από τις θερμότερες πενθήμερες περιόδους των ετών μεταξύ 1992 και 2013 και τις συνέκριναν με εθνικά οικονομικά δεδομένα της ίδιας περιόδου, κατανεμημένα κατά περιοχές.
Η ακραία ζέστη είχε ένα ευρύ φάσμα επιπτώσεων στους ανθρώπους και τις οικονομίες, δήλωσε ο Κρίστοφερ Κάλαχαν, ερευνητής στο Dartmouth College και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης. «Γνωρίζουμε ότι οι καύσωνες σκοτώνουν τις καλλιέργειες και μπορούν να προκαλέσουν θερμοπληξία, αλλά έχουν και άλλες επιπτώσεις, όπως η αυξημένη διαπροσωπική επιθετικότητα, τα αυξημένα ποσοστά τραυματισμών στους χώρους εργασίας και η μειωμένη πνευματική απόδοση».
Μέχρι πρόσφατα, οι περισσότερες μελέτες επί του θέματος βασίζονταν σε μέσους όρους, αλλά αυτοί μπορεί να αποκρύπτουν τις επιπτώσεις των τοπικών και προσωρινών γεγονότων, σύμφωνα με τη δρα Λεονί Γουένζ, αναπληρώτρια επικεφαλής του ερευνητικού τμήματος στο Ινστιτούτο Potsdam, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη.
«Δεν αντικατοπτρίζουν πλήρως τον τρόπο με τον οποίο εμείς οι άνθρωποι βιώνουμε τη θερμοκρασία. Αυτό που έχει πραγματικά σημασία για εμάς, αυτό που επηρεάζει την ευημερία μας, την παραγωγικότητά μας και τις αποφάσεις μας, είναι τα ακραία καιρικά φαινόμενα και οι διακυμάνσεις της θερμοκρασίας από τη μία ημέρα ή εβδομάδα στην άλλη».
Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι πλουσιότερες περιοχές του κόσμου, όπως περιοχές της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, παρουσίασαν κατά μέσο όρο 1,5% απώλεια του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ετησίως λόγω της ακραίας ζέστης. Συγκριτικά, οι περιοχές με χαμηλό εισόδημα – όπως η Ινδία και η Ινδονησία – κατέγραψαν απώλεια 6,7% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ετησίως.
«Τον ‘λογαριασμό’ τον έχουν πληρώσει κυρίως χώρες που δεν επωφελήθηκαν από τη βιομηχανοποίηση, δήλωσε ο Μάνκιν.
«Οι χώρες με χαμηλό εισόδημα κλήθηκαν να αναπτυχθούν και να εκβιομηχανιστούν σε μια παγκόσμια οικονομία που τις αδικεί στρατηγικά», τόνισε. «Και το κάνουν αυτό, ενώ παράλληλα πλήττονται από τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη που έχει δημιουργηθεί από τον παγκόσμιο βορρά. Πρόκειται για ένα είδος διπλού χτυπήματος».